Κοινωνιοβιολογία
είναι ένα πεδίο επιστημονικής μελέτης που βασίζεται στην υπόθεση ότι η
κοινωνική συμπεριφορά έχει προκύψει από την εξέλιξη. Επίσης επιχειρεί να
εξηγήσει και να εξετάσει την κοινωνική συμπεριφορά σε αυτό το πλαίσιο. Είναι
ένας κλάδος της Βιολογίας που ασχολείται με την κοινωνική συμπεριφορά, καθώς
επίσης αντλεί και από την ηθολογία, την ανθρωπολογία, τη ζωολογία, την
αρχαιολογία, την πληθυσμιακή γενετική, και
άλλες επιστήμες. Στο πλαίσιο της
μελέτης των ανθρώπινων κοινωνιών, η κοινωνιοβιολογία είναι πολύ στενά
συνδεδεμένη με τους τομείς της δαρβινική ανθρωπολογίας, της ανθρώπινης
συμπεριφοράς και την εξελικτική ψυχολογία. Η κοινωνιοβιολογία διερευνά
κοινωνικές συμπεριφορές, όπως τα πρότυπα ζευγαρώματος, τους αγώνες επιβίωσης, την
θήρευση και την κοινωνική συμπεριφορά των εντόμων. Υποστηρίζει ότι η πίεση της
φυσικής επιλογής οδήγησε τα ζώα να εξελίσσονται με χρήσιμους τρόπους σε αλληλεπίδραση
με το φυσικό περιβάλλον ώστε να οδηγηθούν εξελικτικά σε πλεονεκτική κοινωνική
συμπεριφορά.
Ο E.O
Wilson ορίζει την Κοινωνιοβιολογία, όπως:. «Η επέκταση του πληθυσμού της
βιολογίας και της εξελικτικής θεωρίας με την κοινωνική οργάνωση» Η
επιστήμη αυτή βασίζεται στην παραδοχή ότι ορισμένες συμπεριφορές (τόσο
κοινωνικές όσο και ατομικές), εν μέρει, κληρονομούνται και μπορεί να
επηρεαστούν από τη φυσική επιλογή. Αρχίζει με την ιδέα ότι οι συμπεριφορές
έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, παρόμοια με τον τρόπο των φυσικών
χαρακτηριστικών. Προβλέπεται, ως εκ τούτου, ότι ενεργούν με τρόπους που έχουν
αποδειχθεί ότι είναι εξελικτικά επιτυχής παροδικά με το χρόνο. Αυτό μπορεί,
μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα το σχηματισμό πολύπλοκων κοινωνικών διεργασιών που
ευνοούν την εξελικτική ενδυνάμωση τω οργανισμών.
Ενώ ο όρος «Κοινωνιοβιολογία» ανάγεται το
1940, η ιδέα δεν είχε σημαντική αναγνώριση μέχρι το 1975 με τη δημοσίευση του Edward O. Wilson, «Κοινωνιοβιολογία: η
νέα σύνθεση». Σύμφωνα με τον Αγγλικό
Λεξικό της Οξφόρδης, ο Edward O. Wilson
ήταν ο πρώτος που δημιούργησε τη λέξη «Κοινωνιοβιολογία» σε ένα συνέδριο το
1946 με θέμα τη γενετική και την κοινωνική συμπεριφορά, και διαδόθηκε στην
συνέχεια ευρέως από τον Edward O. Wilson στο βιβλίο του. Ωστόσο,
η επίδραση της εξέλιξης στη συμπεριφορά έχει ενδιαφέρον για τους βιολόγους και
τους φιλοσόφους αφού αμέσως μετά την ανακάλυψη της ίδιας της εξέλιξης
Το νέο πεδίο έγινε γρήγορα θέμα έντονης
αντιπαράθεσης. Η έντονη κριτική ήταν κυρίως από τον Richard Lewontin και Stephen
Jay Gould, με επίκεντρο τον ισχυρισμό ότι τα γονίδια παίζουν έναν τελικό
ρόλο στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ότι τα χαρακτηριστικά όπως η επιθετικότητα
μπορεί να εξηγηθεί από τη βιολογία και όχι το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου. Οι
κοινωνιοβιολόγοι απάντησαν στις επικρίσεις επισημαίνοντας την περίπλοκη σχέση
ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή. Ανθρωπολόγος John Tooby και Leda Cosmides ψυχολόγος ίδρυσε το πεδίο
της εξελικτικής ψυχολογίας.
Η κοινωνιοβιολογία διαφέρει σημαντικά από
την εξελικτική ψυχολογία. Η εξελικτική ψυχολογία μελετά το νευρικό σύστημα των
ζώων από εξελικτική σκοπιά, συμπεριλαμβανομένων και άλλων πτυχών όπως η όραση
και ο προσανατολισμός που δεν συνδέονται κατ 'ανάγκη με την κοινωνική
συμπεριφορά. Η κοινωνιοβιολογία μελετά τη βιολογία της κοινωνικής συμπεριφοράς,
αλλά και τους οργανισμούς, όπως τα φυτά. Η εξελικτική ψυχολογία επικεντρώνεται
στους μηχανισμούς των νευρικών συστημάτων που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των
ζώων, ενώ οι κοινωνιοβιολόγοι μελετούν συνήθως μόνο τη συμπεριφορά. Η εξελικτική
ψυχολογία τονίζει οι διάφοροι μηχανισμοί των νευρικών συστημάτων εξελίχθηκαν
από ένα προγονικό περιβάλλον που διαφέρει από το σημερινό, ενώ οι κοινωνιοβιολόγοι
μελετούν τις προσαρμογές των ζώων στο σημερινό περιβάλλον.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Κοινωνιοβιολογία
γεννήθηκε και ανδρώθηκε παράλληλα με τη Μοριακή Γενετική. Η τελευταία είναι
βέβαια πολύ πιο γνωστή γιατί οι εφαρμογές της μόνο με την Πυρηνική Φυσική
μπορούν να συγκριθούν. Δεν είναι όμως καθόλου συμπτωματικό ότι η εισβολή της
επιστήμης στον μικρόκοσμο της βιολογίας (τα βιομόρια και οι κυτταρικές
λειτουργίες) και στον μακρόκοσμό της (οι βιοκοινωνίες και τα οικοσυστήματα)
έγινε στις ίδιες δεκαετίες, με βήματα συγχρονισμένα και παράλληλα. Ο μεσόκοσμος
της βιολογίας (ο οργανισμός) ήταν αρκετά καλά μελετημένος και φαινόταν πάντα
πιστός στον δαρβινισμό, από τα βακτήρια μέχρι τα θηλαστικά (τον δαρβινισμό τον
χρησιμοποιώ εδώ με την έννοια του νεοδαρβινισμού, που δεν είναι παρά ο
δαρβινισμός εξοπλισμένος με ό,τι νεότερο έχει να προσφέρει η σύγχρονη
επιστήμη). Ο μακρόκοσμος με τον αυτοκτονιστικό αλτρουισμό των μελισσών και τις
πειθαρχημένες συνεργασίες στις κοινωνίες των ανώτερων ζώων αποτελούσαν, όπως είπαμε,
εξαιρέσεις που δεν επιβεβαίωναν τον κανόνα. Ο μικρόκοσμος μας έφερε μπροστά σε
παρόμοιες εκπλήξεις. Πρώτα, διαπιστώθηκε ότι μεγάλα κομμάτια του DNA δεν έχουν
χρήση για τον οργανισμό (τουλάχιστον έτσι φαίνεται προς το παρόν), μια σπατάλη
που δεν ταιριάζει με τον δαρβινισμό. Μετά, βρέθηκαν μικρά κομμάτια DNA που η
μόνη λειτουργία τους είναι να φτιάχνουν αντίγραφά τους που στη συνέχεια, σαν
αλεξιπτωτιστές, προσγειώνονται εδώ κι εκεί πάνω στο μεγάλο νήμα του DNA. Αυτά
τα μεταθετά στοιχεία, όπως είναι γνωστά, μπορούν να θεωρηθούν παράσιτα του DNA,
όμως καθώς η ένθεσή τους είναι τυχαία, μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα λειτουργικό
γονίδιο και να το καταστήσει ανενεργό. Το να επιτρέψει η φυσική επιλογή τον
αυτο-παρασιτισμό του οργανισμού πάλι δεν φαινόταν να ταιριάζει με τον
δαρβινισμό. Μετά βρέθηκαν γονίδια που ανταγωνίζονται άλλα γονίδια μέσα στον
ίδιο οργανισμό, σαν πειρατές που κούρσεψαν το καράβι με το θησαυρό -εδώ τον
οργανισμό- και τώρα ρίχτηκαν σε μια άγρια μάχη μεταξύ τους για το ποιος θα το
διαφεντέψει - οδηγώντας το κάποτε, πάνω στη μανία για κυριαρχία, σε ναυάγιο.
Δημήτριος
Χ. Λάζαρης
Διδάκτωρ
Φυσιολογίας
Βιολόγος
– Ιχθυολόγος
e-mail: dlazaris@yahoo.com