ΣΗΚΩΘΗΚΑ ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ. Άνοιξα ραδιόφωνο με χαρούμενη μουσική. Όλοι οι σταθμοί είχαν κέφια. Ετοιμάστηκα. Στις ειδήσεις όλα ήταν χαρμόσυνα. Μειώθηκε το χρέος και τα ελλείμματα, έπεσαν τα σπρεντ, έπεσαν τα επιτόκια, σε ύψη-ρεκόρ το χρηματιστήριο, τέλος οι ουρές αναμονής στο ΙΚΑ, παρελθόν οι μίζες και η διαφθορά. Στο 2% η ανεργία.
Στο ασανσέρ άκουσα μια μεγάλη «καλημέρα» από τον αμίλητο του πέμπτου. Η πρώτη έκπληξη. Στον δρόμο δεν βρήκα κίνηση.
Δεν άκουσα ούτε ένα κορνάρισμα. Δεν είδα ούτε μια μούντζα. Ούτε ένα σκουπίδι στους δρόμους. Ούτε ένας δεν μιλούσε στο κινητό. Και οι οδηγοί, με περισσή ευγένεια, σταματούσαν για να περάσουν οι πεζοί. Εξεπλάγην που ο ταξιτζής, μπροστά μου, με τα αλάρμ αναμμένα, ζήτησε συγγνώμη - με μια χειρονομία - γιατί καθυστέρησε για να πάρει πελάτη. Δεύτερη έκπληξη.
Στο Μετρό όλοι ήταν χαμογελαστοί, διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία και εφημερίδες. Και οι νεώτεροι πρόσφεραν τη θέση τους στους ηλικιωμένους.
Ήμουν μάλιστα μάρτυρας ενός άγριου καβγά μεταξύ δυο νέων για το ποιος θα δώσει πρώτος τη θέση του σε μια ηλικιωμένη. Τσιμπήθηκα. Τρίτη έκπληξη. Στην Πανεπιστημίου, κεφάτοι άνθρωποι στον δρόμο. Τα μαγαζιά γεμάτα. Γυναίκες φορτωμένες με τσάντες από ψώνια. Κίνηση.
Ρυθμός. Τα πρωτοσέλιδα διθυραμβικά για το θαύμα της ελληνικής οικονομίας με εξαγγελίες για σημαντικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων. Η τρόικα παρελθόν.
Τα πεζοδρόμια να αστράφτουν και χωρίς να έχουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Τέταρτη έκπληξη. Τσιμπήθηκα.
Στον «Ευαγγελισμό», όπου πήγα για να επισκεφθώ συγγενή μου, ένιωσα ότι δεν βρίσκομαι στην Ελλάδα. Τι χλιδή, τι καθαριότητα, τι οργάνωση. Να τα χαμόγελα και οι φιλοφρονήσεις. Ούτε μία διαμαρτυρία. Μάλιστα, ακόμη και υγιέστατοι ζητούσαν να επισκεφθούν το νοσοκομείο-πρότυπο. Στην Ομόνοια (και στις γύρω περιοχές) «εξαφανίστηκαν» οι μετανάστες και οι τοξικομανείς.
Και οι τουρίστες δεν προλαβαίνουν να τραβούν βίντεο και φωτογραφίες μπροστά σε αυτήν τη μοναδική ομορφιά.
Ήταν μεσημέρι, όταν κοντά στην Κλαυθμώνος μια 25χρονη ξανθιά με γούνα, μίνι και ψηλές μπότες μού έκλεισε το μάτι. Κεραυνός. Σεισμός. Τσιμπήθηκα μέχρι... μαυρίσματος. Γύρισα πίσω μου και ξαναγύρισα μήπως κάνω λάθος. Και αυτή, φιλήδονα - με προκλητική ευθύτητα -, μου ζήτησε να πάμε για καφέ.
Καμία έκπληξη. Πάντα ζούσα στον κόσμο μου.
(TA NEA-16/02/2011)
ΗΛΙΑΣ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ