Του
Ιπποκράτη Χατζηαγγελίδη*
Περάσανε
72 χρόνια από τότε που ο αναδιοργανωμένος Ελληνικός Στρατός -και αφού είχε
προηγηθεί η ανάθεση της πρωθυπουργίας της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος
στον Ελευθέριο Βενιζέλο- συνέτριψε τον στρατό του Κεμάλ και εισήλθε στην
Άγκυρα, επιβάλλοντας, δια των όπλων, την ελληνική κυριαρχία στην Μικρά Ασία.
Τι
είχε συμβεί; Η αναδίπλωση/υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, μετά την προέλαση
του 1921, και η προφανής αδυναμία του να καταλάβει την Άγκυρα, θορύβησαν τόσο
την βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών, όσο και τους Συμμάχους. Η Αγγλία δεν εννούσε
επ’ ουδενί να
διακινδυνεύσουν τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή από άστοχους
χειρισμούς των Ελλήνων. Με φόβητρο το πολύ πιθανό κίνημα από αξιωματικούς πιστούς στο Βενιζέλο, με την διακριτική
μεσολάβηση μέλους της Βρετανικής Βασιλικής Οικογενείας και με την υποστήριξη
του ρεαλιστή Ιωάννη Μεταξά, ο Κωνσταντίνος πείσθηκε να συμβιβασθεί με τον
δαιμόνιο Κρήτα πολιτικό και να ξεχάσει την εκδίωξή του από το Θρόνο. Άλλωστε, ο
μεγάλος του υποστηρικτής, ο Γερμανός Αυτοκράτορας, ήταν πλέον έκπτωτος και ο
ίδιος δεν ήθελε να ξαναδοκιμάει την πίκρα της εξορίας ενώ ο έντιμος συμβιβασμός
έλυνε δια παντός το καθεστωτικό ζήτημα. Έτσι, δέχθηκε να επανέλθει ο Βενιζέλος
στην πρωθυπουργία, υπό τον όρο η κυβέρνηση να είναι οικουμενική και να λάβει
ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Οι Λαϊκοί και οι σύμμαχοί τους δεν είχαν άλλη
επιλογή, ο φόβος από μια κατάρρευση του μετώπου ήταν αρκετός για να δεχθούν τον
έντιμο συμβιβασμό. Άλλωστε, διατήρησαν την πλειοψηφία των υπουργείων
συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Στρατιωτικών. Επιτελάρχης ορίσθηκε ο
-ανακληθείς με το βαθμό του Αντιστρατήγου- Ιωάννης Μεταξάς, πρόσωπο που
εκτιμούσαν, εμπιστευόντουσαν και ταυτοχρόνως φοβούντο αμφότεροι Κωνσταντίνος
και Βενιζέλος. Όμως, ήταν αδιαμφισβήτητος ο πατριωτισμός και η εντιμότητά του.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ σχολίασε υποτιμητικώς τον «δισπύθαμο», όπως τον αποκάλεσε,
Συνταγματάρχη, και διακήρυξε την βέβαιη ήττα των Ελλήνων... μόνο που ο
δισπύθαμος είχε άλλη άποψη!
Κατόπιν
μυστικών συνεννοήσεων του Βενιζέλου με τους Άγγλους, το πανούργο σχέδιο του
Μεταξά έγινε δεκτό. Τον Αύγουστο του 1922, δυνάμεις που αποσύρθηκαν από τη
Σμύρνη -κάνοντας τον Κεμάλ να νομίζει ότι οι Έλληνες αποχωρούν και να
ετοιμάζεται για διαπραγματεύσεις από θέσιν ισχύος- έπλευσαν στην
Κωνσταντινούπολη, υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο, και την κατέλαβαν αμαχητί. Οι
εικόνες του Κωνσταντίνου, εισερχόμενου έφιππου στην Πόλη, γονατιστού στην Αγία
Σοφία να φιλάει το χέρι του Πατριάρχη, προκάλεσαν πολύ μεγάλη εντύπωση σε
Ευρώπη και Αμερική. Με την Ρωσία να έχει περάσει στα χέρια των μπολσεβίκων, η
Δύση δεν είχε αντίρρηση σε μια μίνι αναβίωση της Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, ως ελληνικού βασιλείου με ένα δυτικής καταγωγής βασιλέα και ενα
πιστό αγγλόφιλο πρωθυπουργό.
Το
αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια κάθετη πτώση του ηθικού των Τούρκων, αλλά και η
εσωτερική τους κατάρρευση αφού αδυνατούσαν να διαχειρισθούν το κύμα προσφύγων
που κατέκλυσε την Άγκυρα και τα περίχωρά της, προερχόμενο όχι τόσο από την Πόλη
όσο από τις παραλιακές περιοχές του Ευξείνου Πόντου. Ο πανούργος Μεταξάς,
εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και έστειλε ένα μικρό, αλλά καλώς εξοπλισμένο, σώμα
στρατού υπό τον έμπειρο της ουκρανικής εκστρατείας Υποστράτηγο Κονδύλη, να
αποβιβασθεί στον Πόντο και με τη βοήθεια Ελλήνων ατάκτων να προελάσει στα νώτα
του Κεμάλ. Ταυτοχρόνως, ο Υποστράτηγος Πλαστήρας, επι κεφαλής των ελληνικών
δυνάμεων που είχαν απομείνει στη Μικρά Ασία, επιτέθηκε και συνέτριψε τις
ανέτοιμες τουρκικές προφυλακές και με ταχύτητα και ορμή -που του προσέδωσε το
χαρακτηρισμό Μαύρος Καβαλλάρης- προέλασε μέχρι την Άγκυρα, σε αγώνα ταχύτητος
με τον φίλο του Κονδύλη, ποιός θα εισέλθει πρώτος στην πρωτεύουσα του Κεμάλ.
Μια μικρότερη δύναμη, το Απόσπασμα Παπάγου, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο
Παπάγο, συγκροτηθέν στην Κρήτη προσέβαλε τα παράλια της Κιλικίας με αποτέλεσμα
τον πλήρη αποσυντονισμό των Κεμαλικών, ο οποίοι ισχυρίσθηκαν ότι στην
πραγματικότητα ο Παπάγος είχε συγκροτήσει το απόσπασμά του από Έλληνες
Κυπρίους, με τους Άγγλους να κάνουν τα στραβά μάτια... Μέσα σε 45 ημέρες όλα
είχαν τελειώσει, αν και οι αψιμαχίες με τα υπολλείματα των κεμαλικών κράτησαν
μέχρι που ο παγωμένος χειμώνας των υψιπέδων της Ανατολίας κατέστησε κάθε
αντίσταση μάταιη. Στη Συνθήκη που υπεγράφη στη Λωζάνη, το 1923, ο ηττημένος
Κεμάλ απλώς αποδέχθηκε τα τετελεσμένα, παραιτούμενος πάσης αξιώσεως με μόνο
αντάλλαγμα την αμνηστία των εγκλημάτων πολέμου για τους αξιωματικούς και
στρατιώτες του και την ελευθερία, για όσους το επιθυμούσαν, να ζήσουν σε
Ευρωπαϊκές χώρες. Ο δαιμόνιος Βενιζελος, σε μια επίδειξη μεγάλης πολιτικής
μαεστρίας και γενναιοφροσύνης, τον επισκέφθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης
και τον κάλεσε να εγκατασταθεί στη νέα πρωτευουσα, την Κωνσταντινούπολη, ως
ζωντανο σύμβολο λήθης, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη μιας νέας εποχής φιλίας
και ευημερίας για τους λαούς του νέου Ελληνικού Βασιλείου. Μια Μεγάλη Ελλάδα, 2
ηπείρων και 3 θαλασσών, ήταν πλέον πραγματικότητα και η διαχείριση της νέας
αυτής πραγματικότητος απαιτούσε όραμα και προοπτική απαλλαγμένα από συγκρούσεις
και αντιθέσεις του παρελθόντος... κάτι που συνειδητοποίησαν ασμένως και το
εφήρμοσαν σε κάθε ευκαιρία επώνυμοι οικονομικοί παράγοντες, όπως ο ιδρυτής της
Καπνοβιομηχανίας Αιγαίου και, αργότερα, των Αερογραμμών Αιγαίου, Αριστοτέλης
Ωνάσης, ο ιδρυτής των Ιωνικών Ορυκτών
και του Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου Σμύρνης Πρόδρομος Αθανασιάδης Μποδοσάκης,
η Ιωάννα Παπαδοπούλου, της ομωνύμου μπισκοτοποιϊας, ο Δαλίδης της διάσημης
Σοκολατοποιϊας MABEL κα. Η συνεργασία τους με το τουρκικό στοιχείο υπήρξε πλήρης, σε βαθμό που
να κατηγορηθούν από τους δεξιούς για έλλειψη πατριωτισμού και από τους
αριστερούς ως εκμεταλλευτές των φθηνών εργατικών χεριών της Ανατολίας, όταν
επένδυσαν στην παρθένα αυτή περιοχή, συντελώντας στο οικονομικό της θαύμα και
στην έξοδό της από ένα φεουδαρχικό μεσαίωνα!
Η
πολιτική λήθης του Βενιζέλου αποδείχθηκε μεγαλοφυής και σωτήρια! Η ταχεία επούλωση των πληγών της
μικρασιατικής εκστρατείας και η απόδοση πλήρους πολιτικής ισοτιμίας στους
τουρκικούς και τουρκόφωνους πληθυσμούς έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να
αντιμετωπίσει με επιτυχία την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της στη Μακεδονία από
τις σλαβικές χώρες και ιδίως τη Βουλγαρία, η οποία, υπό τον λαϊκιστή
Σταμπολίτσκι, είχε ήδη αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ., στην
οποία προσέβλεπε μετά την κατάρρευση της Γερμανίας. Οι Έλληνες ήταν κουρασμένοι
και αποδεκατισμένοι μετά από 10 χρόνια συνεχούς πολέμου, η οικονομία δεν άντεχε
νέες συγκρούσεις. Η φύλαξη των βορείων συνόρων δεν ήταν εύκολη υπόθεση και
απαιτούσε σημαντικές δυνάμεις, ιδίως μάλιστα μετά την εμφάνιση ενός ιδιότυπου
αντάρτικου από σλαβόφωνες συμμορίες, κυρίως ποινικών και φυγόδικων, στην
περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και λιγότερο στα ορεινά της Δράμας και της
Ξάνθης. Οι αφορμή δόθηκε από την προσπάθεια της κυβερνήσεως Βενιζέλου να
επιβάλει αγροτικές μεταρρυθμίσεις, αναδασμούς και φορολογία, αλλά το πραγματικό
υπόβαθρο ήταν εθνοτικό, υποδαυλιζόμενο από την Βουλγαρία και, λιγότερο, από
«μακεδονικούς» κύκλους της Σερβίας. Έτσι, όταν προέκυψαν εξεγέρσεις κούρδων και
λοιπών ορεινών στην Ανατολία, η αξιοποίηση των στελεχών και στρατιωτών του
πρώην κεμαλικού στρατού ήταν μονόδρομος. Πράγματι, οι ιδιότυπες αυτές μονάδες
του Ελληνικού(!!!) Στρατού, αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικές στον
αντιανταρτικό αγώνα και κατέστειλαν γρήγορα τις εξεγέρσεις, δίνοντας τη
δυνατότητα στον βασικό κορσμό του Ε.Σ. να ασχοληθεί με την επιβολή της τάξεως
στη Μακεδονία. Η ικανοποίηση του Βενιζέλου ήταν μεγάλη, αφού με ένα σμπάρο
πέτυχε δυο τριγώνια: εξασφάλισε την ηρεμία και ένταξη του τουρκικού στοιχείου
και «πούλησε» υψηλής αξίας εξυπηρέτηση στους Άγγλους συμμάχους καταστέλοντας
τις κουρδικές εξεγέρσεις πριν αυτές εμπλέξουν και το Ιράκ, και κινδυνεύσουν τα
βρετανικά πετρελαϊκά συμφέροντα.
Η
ιταλογερμανική επίθεση του 1940-1941, λίγο έλλειψε να οδηγήσει σε επώδυνη ήττα
τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος προσκολλημένος στο βρετανικό στρατιωτικό δόγμα βρέθηκε
ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τον κεραυνοβλολο πόλεμο των ναζί! Ο, Πρωθυπουργός
πλέον, Ιωάννης Μεταξάς (ο Βενιζέλος απεβίωσε το 1936, μετά από 12 έτη συνεχούς
πρωθυπουργίας) εισακούντας τις συμβουλές του άλλοτε αντιπάλου του Κεμάλ,
οχύρωσε έναντι ιταλικής αποβατικής ενέργειας την ακτή της Μαρμαρίδος
συμπληρώνοντας έτσι -μαζί με την Γραμμή Μεταξά- την οχύρωση της χώρας έναντι
των άμεσων απειλών και απέφυγε μια οδυνηρή ιταλική προέλαση στην ενδοχώρα της
Μικράς Ασίας. Οι -σχεδόν αμιγούς, πλέον- τουρκικής συνθέσεως μονάδες, στις
οποίες είχε επιστρατευθεί το σύνολο σχεδόν των αξιωματικών του Κεμάλ, έδωσαν τη
δυνατότητα στον κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων να συγκρατήσει την αρχική
ορμή των δυνάμεων του άξονα και να σταθεροποιήσει το μέτωπο στην γραμμή του Ολύμπου,
διασφαλίζοντας την Θεσσαλονίκη, την νότιο Ελλάδα. Ο στόλος, ενισχυμένος με
πεζοναύτες, απομόνωσε και, το 1942 ταυτοχρόνως με την επίθεση των Βρετανών στο
Ελ Αλαμέϊν, κατέλαβε τα Δωδεκάνησα. Στην αντεπίθεση του 1943, λίγο προ της
συμμαχικής αποβάσεως στη Σικελία, ο -αναδιοργανωμένος και ενισχυμένος με
αμερικανικό υλικό- Ελληνικός Στρατός ανέτρεψε τις δυνάμεις Ιταλών και Γερμανών
και εισήλθε σε Αλβανία, Σερβία και Βουλγαρία. Από τις 25 ελληνικές μεραρχίες,
μόνο λίγες -κυρίως προερχόμενες από την παλαιά Ελλάδα και τα Επτάνησα- ήταν
αμιγούς συνθέσεως. Στις υπόλοιπες, ακόμη και σε αυτές των Κυπρίων και
Δωδεκανησίων, η συμμετοχή Τούρκων και Ελλήνων μουσουλμάνων ήταν πολύ μεγάλη. Ο
Μεταξάς, συνεχίζοντας την οραματική πολιτική του Βενιζέλου, έπαιξε έξυπνα το
χαρτί της λήθης και της ανάπτυξης και κέρδισε την εμπιστοσύνη των Τούρκων. Με
όπλο τις τιμές στο πρόσωπο του Κεμάλ -ο οποίος λίγα χρόνια πριν πεθάνει εξελέγη
Πρόεδρος της Γερουσίας- και την πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενσωμάτωσε πλήρως
τους τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να
ανεβαίνει ραγδαίως και απέδειξαν την πίστη τους συμμετέχοντας στους νικηφόρους
πολέμους της περιόδου 1940-1945.
Βενιζέλος
και Μεταξάς είχαν την αμέριστη συμπαράσταση του Θρόνου. Από τα ανακαινισμένα ανάκτορα
του Σιραγάν (οι ονομασίες στην Πόλη δεν άλλαξαν, γεγονός που έκανε το
πλειοψηφόν τουρκικό στοιχείο να νοιώσει ότι η καθημερινότητά του θα παραμείνει
ίδια) οι Έλληνες Βασιλείς δεν παρέλειπαν να εκφράζουν την πίστη τους στο κοινό
πεπρωμένο Ελλήνων και Τούρκων, ενώ η εκμάθηση της τουρκικής τους βοήθησε να
έχουν απ’ ευθείας επικοινωνία με τους τουρκόφωνους υπηκόους τους. Το γεγονός
ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ιδίως των Ποντίων και
Καππαδόκων είχε καθημερινή γλώσσα κυρίως την τουρκική έκανε ιδιαίτερη εντύπωση
στη βασιλική οικογένεια, κατά τις πρώτες περιοδίες της την δεκαετια του ’20.
Έτσι, αποφασίσθηκε η εκμάθηση από τα μέλη της της γλώσσας αυτής, την οποία
μιλούσε το 45% των υπηκόων της! Ποσοστό που αυξανόταν συνεχώς, λόγω της υψηλής
γεννητικότητος των μουσουλμανικών πληθυσμών. Ακόμη και σήμερα, τόσο ο Βασιλεύς
Κωνσταντίνος όσο οσο και η Δανή συζυγός του, Βασίλισσα Άννα-Μαρία, μιλούν
απταίστως την τουρκική, η οποία παραμένει πρώτη επιλογή για τους πληθυσμούς της
Ανατολίας ενώ διδάσκεται στα σχολεία ολόκληρης της χώρας ως ισότιμη της
ελληνικής. Μάλιστα, το βασιλικό ζεύγος, συνηθίζει να συμμετέχει στο Ραμαζάνι,
προσκεκλημένο σε σχετικές εκδηλώσεις από επιφανείς πολίτες μουσουλμανικού
θρησκεύματος. Όπως δήλωσε προσφάτως ο Βασιλεύς -σε συνέντευξή του επί τη
ευκαιρία των 50 ετών από της ανόδου του στο Θρόνο- θα ήταν εγκληματικό και
αντιπατριωτικό να μην γνωρίζει την γλώσσα που ομιλεί το 60% των υπηκόων του και
να μην τιμά τα έθιμά τους. Μάλιστα, στην πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, το ελληνικό
στοιχείο μόλις που αγγίζει το 25% του συνολικού πληθυσμού!!! (Βεβαίως, σε πολλά
παραπολιτικά σχόλια έγινε νύξη για την άρνηση του Μεγαλειοτάτου να αναφερθεί
στη γλώσσα των σλαβικών πληθυσμών της βορείου Ελλάδος και ιδίως όσων εισέρευσαν
στη χώρα ακολουθώντας την επιστροφή του Ελληνικού Στρατού εντός των συνόρων, το
1945, προκειμένου να μην συγκρουσθεί με τους προελαύνοντες στα Βαλκάνια
Σοβιετικούς. Μαζί με τους αυτόχθονες Σλάβους, αποτελούν περίπου το 10% του
πληθυσμού, παρ’ ότι οι επίσημες στατιστικές το αποσιωπούν, με την αγαστή
συνεργασία Ελλήνων και Μουσουλμάνων πολιτικών.)
Άλλωστε,
ελάχιστοι είναι και οι ελλαδίτες Έλληνες που δεν μιλούν την τουρκική, ενώ
σχεδόν άπαντες την καταλαβαίνουν. Την δεκαετία του ’30, πολλοί τούρκοι που
είχαν ζήσει στην Ελλάδα μέχρι το 1913, επέστρεψαν στις περιοχές της καταγωγής
τους και μάλιστα με τις ευλογίες της κυβερνήσεως Βενιζέλου και παρά την ισχυρή
αντίδραση φοβικών και ρατιστικών κύκλων, κυρίως θαυμαστών του ανερχόμενου
φασισμού και ναζισμού, αλλά και κομμουνιστών που διείδαν συνωμοσία κατά του
κόμματός τους φοβούμενοι χειραγώγηση των μουσουλμάνων από τις κυβερνήσεις του
Θρόνου. Η όσμωση που προκάλεσε αυτή η εσωτερική μετακίνηση δεν ήταν άνευ τριβών
και προβλημάτων. Όμως, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, λόγω της εντάξεως της
μικρασιατικής ενδοχώρας στην εθνική οικονομία, δεν άφηνε πολύ έδαφος για την
ανάπτυξη στείρου εθνικισμού και φασισμού, όπως δεν άφησε χώρο και στην ανάπτυξη
του κομμουνιστικού κινήματος.
Βεβαίως,
ο εθνικός χαρακτήρας του παλαιού Ελληνικού Βασιλείου υπήρχε, πλέον, μόνο στα
χαρτιά! Μέχρι η ανάπτυξ και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου να φθάσει στις
ανατολικές άκρες της επικράτειας, το μουσουλμανικό στοιχείο αναπτύχθηκε
δημογραφικώς με ραγδαίους ρυθμούς, δεδομένης και της πολύ καλύτερης περίθαλψης
που ήρθε μαζί με τις δομές του ελληνικού κράτους. Ήδη, περί το 1940, οι μουσουλμάνοι υπήκοοι ήταν περί το 45% του
συνολικού πληθυσμού και συνέχιζαν να αναπτύσσονται σε αντίθεση με τις ελληνικές
οικογένειες, οι οποίες, πλέον, σπανίως είχαν περισσότερα από 2-3 παιδιά ενώ
σήμερα έχουν από 1 μέχρι 2. Όμως, εκτός της δημογραφικής παραμέτρου, ακόμη
σημαντικότερη αποδείχθηκε η πολιτισμική καιη οικονομική. Εκτός των σλαβοφόνων
της βορείου Ελλάδος, στην Ήπειρο παρέμεινε ισχυρή μειονότητα αλβανοφώνων
μουσουλμάνων, οι γνωστοί Τσάμηδες, στα χεριά των οποίων υπήρχαν μεγάλες
εκτάσεις γης, αιτία τριβής με το τοπικό ελληνικό στοιχείο, αλλά και στροφής του
στο εμπόριο και τις επιστήμες.
Στη
Θεσσαλονίκη, η σημαντική εβραϊκή κοινότητα αναπτύχθηκε σε φορέα συγκέντρωσης μεγάλων
κεφαλαίων, τόσο από τους έλληνες εβραίους όσο -και κυρίως- από τους εβραίους
της ανατολικής Ευρώπης, ήδη από την έναρξη των διωγμών των εβραίων από τους
ναζί και ακόμη περισσότερο την περίοδο της επικρατήσεως των σοβιετικών. Η
Θεσσαλονίκη και λιγότερο τα Ιωάννινα, δέχθηκαν πολλούς εβραίους πρόσφυγες, τα
κεφάλαια των οποίων ενίσχυσαν τις χρηματιστικές δραστηριότητες της κοινότητος
της Θεσσαλονίκης, μετατρέποντας την πόλη σε ένα ακμάζον τραπεζικό κέντρο, η
εμβέλεια του οποίου υπερέβη τα όρια του Βασιλείου της Ελλάδος. Τα εβραϊκά και
διεθνή κεφάλαια ώθησαν την ανάπτυξη, επενδύοντας κυρίως στην εκβιομηχάνιση,
αλλά και στα ακίνητα. Ο θεσσαλικός και ο μακεδονικός κάμπος αξιοποιήθηκαν
πλήρως και η παραγωγή εντατικοποιήθηκε και καθετοποιήθηκε μέσα από βιομηχανίες
τροφίμων. Η ανεργία δεν υπήρξε ποτέ σημαντικό πρόβλημα, παρ’ ότι δεν έλλειψαν
οι συγκρούσεις με τα ισχυρά συνδικάτα -αριστερά και μη- που απαιτούσαν
υψηλότερες αμοιβές και άλλες παραχωρήσεις.
Η
Αθήνα αναπτύχθηκε αργά, ακροβατώντας μεταξύ της πόλεως-μουσείο και του ισχυρού
αγροτικού της περίγυρου. Από την δεκαετία του ’60 και ύστερα, το ενδιαφέρον για
την ανάπτυξή της εντάθηκε και σημαντικά κεφαλαια επενδύθηκαν σε υποδομές και
στην ανάπτυξη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, το οποίο κατόρθωσε
να γίνει πόλος έλξεως κλασσικών σπουδών για φοιτητές από όλη την Ευρώπη. Το
καλό κλίμα της Αθήνας και η ηρεμία της ζωής της, σε αντίθεση με την πολύβουη
Κωνσταντινούπολη και τους γρήγορους ρυθμούς της Θεσσαλονίκης, την κατέστησαν
και πόλο τουριστικής έλξεως όχι μόνο για τα αρχαία της μνημνεία. Οι παραλίες
της και η εγγύτητα με τα ανερχόμενα νησιά του Αιγαίου ήταν ένα πολύ σημαντικό
πλεονέκτημα, που κατέτησε το αεροδρόμιό της διεθνή προορισμό.
Σήμερα,
όμως, η ένταση της οικονομικής κρίσεως έχει οδηγήσει στα όριά του το μοντέλο
ανάπτυξης και πλήττει το ίδιο όλους τους κατοίκους του Βασιλείου, ανεξαρτήτως
θρησκεύματος και καταγωγής ενώ η ανάδυση ενός φονταμενταλιστικού ισλαμικού
κινήματος στη Μέση Ανατολή, θέτει ερωτήματα για την πίστη των μουσουλμάνων
υπηκόων του Βασιλείου, η ενότητα του οποίου καθίσταται πρώτη προτεραιότητα για
τη Δύση. Η συμβίωση των δύο πρώην εχθρών αποτελεί διεθνές πρότυπο και ενισχύσει
την δυτική προπαγάνδα, αλλά εξαγριώνει τους φανατικούς ισλαμιστές. Και, παρ’
ότι όπως δηλώνει ο Υπουργός Οικονομικών κ. Κεμάλ Ντερβίς, είμαστε ενωμένοι στον
κοινό αγώνα γα την πρόοδο, η οποία ωφελεί χριστιανούς και μουσουλμάνους, δεν
είναι καθόλου βέβαιο ότι τις απόψεις του συμμερίζεται το σύνολο των ομοθρήσκων
του. Σε πολλές περιοχές του Βασιλείου -και όχι μόνο τις λιγότερο αναπτυγμένες,
ακόμη και στις δυτικές- εμφανίσθηκαν εστίες ισλαμικού φανατισμού, κυρίως από
νέους που μέσω διαδικτύου έχουν επαφή με διδασκαλεία του Κορανίου σε χώρες του
Αραβικού Κόλπου και ζητούν μέχρι και την εφαρμογή της Σαρία!!! Την κατάσταση επιδεινώνει η αθρόα εισροή
προσφύγων από τις ταραγμένες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και της
μουσουλμανικής Αφρικής, οι οποίοι εγκαλούν τους ομοθρήσκους τους έλληνες
υπηκόους για έλλειψη ισλαμικής αλληλεγγύης!!! Οι Έλληνες πολιτικοί δεν πέφτουν
στην παγίδα της αντιπαράθεσης, αλλά, ήδη, δυνάμεις της άκρας δεξιάς, όπως το
ναζιστικό μόρφωμα της Ελληνικής Αυγής, έχουν βρει γόνιμο έδαφος για το
διχαστικό και μισαλλόδοξο κήρυγμά τους. Ευτυχώς, η επάνδρωση της Βασιλικής
Χωροφυλακής, βασισμένη στο κριτήριο της εντοπιότητος, δεν προσφέρει πρόσθετες
εστίες τριβών, άλλωστε οι μουσουλμάνοι αξιωματικοί είναι οι πλέον απηνείς
διώκτες των φανατικών ομοθρήσκων τους, αντιλαμβανόμενοι ότι θα είναι τα πρώτα
θύματα ενός ενδεχόμενου δυναμικής ανάδυσης των ισλαμιστών.
Ποιό
θα είναι, άραγε, το μέλλον του νέου Ελληνικού Βασιλείου; Θα αντέξει στους
κραδασμούς της κρίσης, στις νέες προκλήσεις και στην επανεμφάνιση των παλαιών
αντιθέσεων; Ίσως η ανάδειξη στην αρχηγία των Φιλελευθέρων της χαρισματικής
καθηγήτριας Ντοβλέτογλου και η πιθανότατη εκλογική της νίκη να αποτελούν ένα
καλό μέσο εκτονώσεως των πιέσεων. Πως θα αντιδράσει το ελληνικό πολιτικό
κατεστημένο στην ανάρρηση στην πρωθυπουργία μιας γυναίκας και μάλιστα μουσουλμάνας;
Το γεγονός ότι η κα Ντοβλέτογλου είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής Σχολής του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διεθνώς διακεκριμένη
αρχαιολόγος, με μεταπτυχιακά σε Οξφόρδη και Χάβαρντ, δεν φαίνεται να την
καθιστά ελκυστικότερη στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, αλλά και στη
νομεκλατούρα των μουσουλμάνων υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων, δικαστών και
αξιωματικών, που έχουν στενά δεθεί με αυτό. Όμως, η λαοπρόβλητη καθηγήτρια
είναι η μόνη που φαίνεται να μπορεί να κρατήσει ήρεμη την πλειοψηφία των
μουσουλμάνων υπηκόων ενώ η ελληνική της παιδεία και η διεθνής της φήμη την
κάνουν αποδεκτή και από τους προβληματισμένους Έλληνες -μειοψηφία, πλέον, στην
ίδια τους τη χώρα- που μπορεί να απορρίπτουν τα διχαστικά και μισαλλόδοξα
κηρύγματα των νεοφασιστών, αλλά πολλοί εξ αυτών συζητούν σοβαρά το ενδεχόμενο
ενός βελούδινου διαζυγίου, έστω μέσω μιας διαδικασίας ομοσπονδοποιήσεως του
Βασιλείου, την οποία όμως απεύχεται ο Θρόνος που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον
ρόλο του σε ένα τέτοιο μόρφωμα, το οποίο συνεχώς θα τείνει στην οριστική
διάλυση! Έχει άραγε μέλλον ο ελληνισμός αν συρρικνωθεί στα όρια ενός ομοσπόνδου
κρατιδίου; Τι μέλλον μπορεί να έχει η ίδια η βασιλεία ως πολίτευμα σε εποχές
ραγδαίας παγκοσμιοποιήσεως;
Επιμύθιον
ή Επιστροφή στην Πραγματικότητα: Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να είχαμε
νικήσει; Είμαστε σίγουροι πως ότι συνέβη το 1922, όσο κι αν κόστισε σε
ανθρώπινες ζωές και πόνο, ήταν μόνο καταστροφή; Μήπως το 1922 εξασφαλίσαμε την
οριστική επιβίωση ενός εθνικώς ομοιογενούς κράτους; Πόσοι από εμάς θα θέλαμε να
ζούμε σε μια αληθώς πολυπολιτισμική χώρα, στην οποία θα πλειοψηφούσαν
μουσουλμάνοι και θα υπήρχε σημαντική σλαβική μειονότητα και ισχυρές εβραϊκές
κοινότητες; Ας το σκεφθούν καλά αυτό το σενάριο οι λάτρεις του Βυζαντίου και
όσοι συνεχίζουν να ονειρεύονται κόκκινες μηλιές...