Μέχρι χθες νομίζαμε ότι η καλύτερη δουλειά στο κόσμο είναι η θέση εργασίας που προσέφερε το υπουργείο του Τουρισμού της Αυστραλίας στο άτομο που θα επιλεγόταν για να φροντίζει το σχεδόν έρημο νησί, Hamilton, στο σύμπλεγμα Great Barrier Reef στην Αυστραλία, με μισθό 85.564 ευρώ το εξάμηνο.
Ή ακόμα η ξεχωριστή θέση εργασίας στις δύο εταιρείες πολυτελών ταξιδίων -το Luxury Travel Intelligence και το VeryFirsttoKnow.co-, που απαιτεί από τον τυχερό υπάλληλο που θα προσλάβουν, να κάνει τζάμπα διακοπές αξίας ενός εκατ. ευρώ, προκειμένου μετά να περιγράψει στους πελάτες τους τις εμπειρίες του.
Στην πρώτη περίπτωση και αρκετό καιρό μετά, έγινε γνωστό ότι ο... τυχερός, εκτός του ότι κόντεψε να... πεθάνει από τη μοναξιά, βρέθηκε αντιμέτωπος με καρχαρίες, δηλητηριώδεις τσούχτρες και ψάρια που του άφησαν πολλά «ενθύμια», ενώ στη δεύτερη περίπτωση, όσο ωραίο και αν φαντάζει το να ξυπνάς σε μεταξωτά σεντόνια και να παίρνεις πρωινό στο κρεβάτι, η ταλαιπωρία από τα συνεχόμενα αεροπορικά ταξίδια είναι αφάνταστη, ενώ δεν υπάρχει και αμοιβή, παρά μόνο η κάλυψη των εξόδων.
Ωστόσο, ένας συμπατριώτης μας, που πρόσφατα μετανάστευσε στην Αυστραλία, φαίνεται να έχει διαφορετική άποψη. Υποστηρίζει πως «η καλύτερη δουλειά στον κόσμο» είναι αυτή που κάνει ο ίδιος!
Αλλά ας πάρουμε το πράγματα από την αρχή...
Το Νοέμβριο του 2004 ο 29χρονος κ. Χρήστος Γαζής μπαίνει μέσω ΑΣΕΠ στον ΟΑΣΑ ως οδηγός λεωφορείου, πιστεύοντας ότι επιτέλους βρήκε μια σταθερή δουλειά με σταθερό μισθό, χωρίς να χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να αναζητά μια θέση εργασίας από τις αγγελίες των εφημερίδων. Μέχρι τότε και από την ηλικία των 18 τα είχε κάνει σχεδόν όλα. Ο νεαρός Λευκαδίτης είχε δουλέψει στο σέρβις εστιατορίων, στο μπουφέ καφετέριας και σε μπαρ ως μπάρμαν.
«Πέρασα από πολλά στάδια, έκανα σχεδόν τα πάντα σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα τουριστικά επαγγέλματα, όμως δεν είχα την τύχη να στεριώσω κάπου» λέει ο ίδιος στο protothema.gr.
Το επαγγελματικό του αδιέξοδο δείχνει να τελειώνει από την αφετηρία των καθημερινών δρομολογίων του: έξω από το γκολφ της Γλυφάδας. Και από κει, με προορισμό τη Βούλα, μετά τη Βαρκιζα, ωσότου φτάσει στον τερματισμό του δρομολογίου του στη Σαρωνίδα.
Τα πρώτα τέσσερα χρόνια δουλεύει εναλλάξ μια βδομάδα πρωί και μια απόγευμα. Πολύ γρήγορα, θα διαπιστώσει ότι ο μισθός των 900 ευρώ που παίρνει δεν περιλαμβάνει... επίδομα ανθυγιεινής εργασίας για τα ευτράπελα που καλείται να αντιμετωπίσει.
«Θυμάμαι ένα περιστατικό με μια επιβάτη, η οποία χωρίς κανένα λόγο άρχισε να βρίζει δυο ηλικιωμένους. Όταν της είπα πως αν δεν σταματούσε θα ακινητοποιούσα το λεωφορείο, διότι δεν μπορούσα να συνεχίσω τη βάρδια μου με καυγάδες και φωνές, εκείνη με έβρισε, ήρθε μπροστά μου, με χαστούκισε (!) και το έβαλε στα πόδια. Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο με αυτά που είδαν τα μάτια μου όλα αυτά τα χρόνια».
Και μετά έρχονται τα χρόνια της κρίσης. Τα 900 ευρώ ψαλιδίζονται, όμως οι ανάγκες του, όπως και για πολλούς άλλωστε, παραμένουν οι ίδιες, ενώ το επαγγελματικό του μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο.
«Δεν υπήρχε καμία εξέλιξη και καμία απολύτως προοπτική» θα πει ο ίδιος. Είναι η στιγμή που αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί και να βγάλει τον άσο από το μανίκι του. Ο Χρήστος Γαζής διαθέτει αυστραλιανό διαβατήριο, καθώς έχει γεννηθεί στη Μελβούρνη. Νοιώθει λοιπόν έτοιμος να μεταναστεύσει, ελπίζοντας πως η επαγγελματική του Ιθάκη κρύβεται στη χώρα των καγκουρό.
«Ζήτησα άδεια άνευ αποδοχών για να πάω στην Αυστραλία και να ψαχτώ για κάτι καλύτερο. Δυστυχώς, δεν έγινε δεκτή. Μετά μίλησα με τον προϊστάμενό μου και του είπα ότι φεύγω όπως και να 'χει. Δεν ήθελα να αποχωριστώ με τίποτα την Ελλάδα που αγαπώ πολύ, όμως δεν πήγαινε άλλο η κατάσταση. Ήμουν αποφασισμένος να ρισκάρω».
Ήταν η εποχή που η αυστραλιανή κυβέρνηση άνοιγε τις πύλες τις στους Έλληνες και το υπουργείο Μετανάστευσης έδινε στη δημοσιότητα λίστα με τις θέσεις εργασίας που ζητούνται στην απομακρυσμένη ήπειρο. Ωστόσο, η πρώτη απόπειρα του είναι απογοητευτική.
«Στη Μελβούρνη βρίσκομαι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους συμπατριώτες μας που έχουν έρθει για τον ίδιο σκοπό. Η καλύτερη δουλειά που βρίσκω είναι να δουλέψω πάλι ως σερβιτόρος σε ελληνικό εστιατόριο για ένα μήνα. Μετά δούλεψα και ως σεκιούριτι σε αγώνες ράγκμπι».
Χίλια δολάρια την εβδομάδα
Συνεχίζει να διαμένει στη Μελβούρνη, αναζητώντας κάτι καλύτερο, όμως γρήγορα βλέπει ότι οι ελπίδες του ψαλιδίζονται, καθώς η υπομονή του εξαντλείται. Μαζεύει τα πράγματά του και επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκεί τον περιμένει μια νέα περίοδος έντονης αναζήτησης και προβληματισμού.
Παίρνει ξανά το αεροπλάνο και προσγειώνεται στη Μελβούρνη. Φτιάχνει το βιογραφικό του και το αποστέλλει σχεδόν παντού.
Η τύχη του χαμογελά έπειτα από λίγες μέρες. Μια ιδιωτική εταιρεία λεωφορείων, η SKY BUS, ζητούσε πεπειραμένους οδηγούς για το δρομολόγιο από το αεροδρόμιο στο κέντρο της πόλης και η αίτηση του «μάχιμου» των ελληνικών δρόμων γρήγορα γίνεται δεκτή.
«Πραγματικά δεν το πίστευα όταν με πήραν και μου ζήτησαν να περάσω από συνέντευξη. Όταν μου είπαν, δε, ότι με δέχονται, πέταξα από τη χαρά μου. Περίπου 1.000 δολάρια την εβδομάδα είναι ο μισθός μου. Αν δουλέψω Σαββατοκύριακα, το μεροκάματο είναι διπλό. Και εδώ όλοι είναι ευγενικοί. Κανένας δεν δημιουργεί φασαρίες και όλοι σου φέρονται με τον καλύτερο τρόπο. Νομίζω ότι έχω την καλύτερη δουλειά στον κόσμο!».
Ή ακόμα η ξεχωριστή θέση εργασίας στις δύο εταιρείες πολυτελών ταξιδίων -το Luxury Travel Intelligence και το VeryFirsttoKnow.co-, που απαιτεί από τον τυχερό υπάλληλο που θα προσλάβουν, να κάνει τζάμπα διακοπές αξίας ενός εκατ. ευρώ, προκειμένου μετά να περιγράψει στους πελάτες τους τις εμπειρίες του.
Στην πρώτη περίπτωση και αρκετό καιρό μετά, έγινε γνωστό ότι ο... τυχερός, εκτός του ότι κόντεψε να... πεθάνει από τη μοναξιά, βρέθηκε αντιμέτωπος με καρχαρίες, δηλητηριώδεις τσούχτρες και ψάρια που του άφησαν πολλά «ενθύμια», ενώ στη δεύτερη περίπτωση, όσο ωραίο και αν φαντάζει το να ξυπνάς σε μεταξωτά σεντόνια και να παίρνεις πρωινό στο κρεβάτι, η ταλαιπωρία από τα συνεχόμενα αεροπορικά ταξίδια είναι αφάνταστη, ενώ δεν υπάρχει και αμοιβή, παρά μόνο η κάλυψη των εξόδων.
Ωστόσο, ένας συμπατριώτης μας, που πρόσφατα μετανάστευσε στην Αυστραλία, φαίνεται να έχει διαφορετική άποψη. Υποστηρίζει πως «η καλύτερη δουλειά στον κόσμο» είναι αυτή που κάνει ο ίδιος!
Αλλά ας πάρουμε το πράγματα από την αρχή...
Το Νοέμβριο του 2004 ο 29χρονος κ. Χρήστος Γαζής μπαίνει μέσω ΑΣΕΠ στον ΟΑΣΑ ως οδηγός λεωφορείου, πιστεύοντας ότι επιτέλους βρήκε μια σταθερή δουλειά με σταθερό μισθό, χωρίς να χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να αναζητά μια θέση εργασίας από τις αγγελίες των εφημερίδων. Μέχρι τότε και από την ηλικία των 18 τα είχε κάνει σχεδόν όλα. Ο νεαρός Λευκαδίτης είχε δουλέψει στο σέρβις εστιατορίων, στο μπουφέ καφετέριας και σε μπαρ ως μπάρμαν.
«Πέρασα από πολλά στάδια, έκανα σχεδόν τα πάντα σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα τουριστικά επαγγέλματα, όμως δεν είχα την τύχη να στεριώσω κάπου» λέει ο ίδιος στο protothema.gr.
Το επαγγελματικό του αδιέξοδο δείχνει να τελειώνει από την αφετηρία των καθημερινών δρομολογίων του: έξω από το γκολφ της Γλυφάδας. Και από κει, με προορισμό τη Βούλα, μετά τη Βαρκιζα, ωσότου φτάσει στον τερματισμό του δρομολογίου του στη Σαρωνίδα.
Τα πρώτα τέσσερα χρόνια δουλεύει εναλλάξ μια βδομάδα πρωί και μια απόγευμα. Πολύ γρήγορα, θα διαπιστώσει ότι ο μισθός των 900 ευρώ που παίρνει δεν περιλαμβάνει... επίδομα ανθυγιεινής εργασίας για τα ευτράπελα που καλείται να αντιμετωπίσει.
«Θυμάμαι ένα περιστατικό με μια επιβάτη, η οποία χωρίς κανένα λόγο άρχισε να βρίζει δυο ηλικιωμένους. Όταν της είπα πως αν δεν σταματούσε θα ακινητοποιούσα το λεωφορείο, διότι δεν μπορούσα να συνεχίσω τη βάρδια μου με καυγάδες και φωνές, εκείνη με έβρισε, ήρθε μπροστά μου, με χαστούκισε (!) και το έβαλε στα πόδια. Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο με αυτά που είδαν τα μάτια μου όλα αυτά τα χρόνια».
Και μετά έρχονται τα χρόνια της κρίσης. Τα 900 ευρώ ψαλιδίζονται, όμως οι ανάγκες του, όπως και για πολλούς άλλωστε, παραμένουν οι ίδιες, ενώ το επαγγελματικό του μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο.
«Δεν υπήρχε καμία εξέλιξη και καμία απολύτως προοπτική» θα πει ο ίδιος. Είναι η στιγμή που αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί και να βγάλει τον άσο από το μανίκι του. Ο Χρήστος Γαζής διαθέτει αυστραλιανό διαβατήριο, καθώς έχει γεννηθεί στη Μελβούρνη. Νοιώθει λοιπόν έτοιμος να μεταναστεύσει, ελπίζοντας πως η επαγγελματική του Ιθάκη κρύβεται στη χώρα των καγκουρό.
«Ζήτησα άδεια άνευ αποδοχών για να πάω στην Αυστραλία και να ψαχτώ για κάτι καλύτερο. Δυστυχώς, δεν έγινε δεκτή. Μετά μίλησα με τον προϊστάμενό μου και του είπα ότι φεύγω όπως και να 'χει. Δεν ήθελα να αποχωριστώ με τίποτα την Ελλάδα που αγαπώ πολύ, όμως δεν πήγαινε άλλο η κατάσταση. Ήμουν αποφασισμένος να ρισκάρω».
Ήταν η εποχή που η αυστραλιανή κυβέρνηση άνοιγε τις πύλες τις στους Έλληνες και το υπουργείο Μετανάστευσης έδινε στη δημοσιότητα λίστα με τις θέσεις εργασίας που ζητούνται στην απομακρυσμένη ήπειρο. Ωστόσο, η πρώτη απόπειρα του είναι απογοητευτική.
«Στη Μελβούρνη βρίσκομαι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους συμπατριώτες μας που έχουν έρθει για τον ίδιο σκοπό. Η καλύτερη δουλειά που βρίσκω είναι να δουλέψω πάλι ως σερβιτόρος σε ελληνικό εστιατόριο για ένα μήνα. Μετά δούλεψα και ως σεκιούριτι σε αγώνες ράγκμπι».
Χίλια δολάρια την εβδομάδα
Συνεχίζει να διαμένει στη Μελβούρνη, αναζητώντας κάτι καλύτερο, όμως γρήγορα βλέπει ότι οι ελπίδες του ψαλιδίζονται, καθώς η υπομονή του εξαντλείται. Μαζεύει τα πράγματά του και επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκεί τον περιμένει μια νέα περίοδος έντονης αναζήτησης και προβληματισμού.
Παίρνει ξανά το αεροπλάνο και προσγειώνεται στη Μελβούρνη. Φτιάχνει το βιογραφικό του και το αποστέλλει σχεδόν παντού.
Η τύχη του χαμογελά έπειτα από λίγες μέρες. Μια ιδιωτική εταιρεία λεωφορείων, η SKY BUS, ζητούσε πεπειραμένους οδηγούς για το δρομολόγιο από το αεροδρόμιο στο κέντρο της πόλης και η αίτηση του «μάχιμου» των ελληνικών δρόμων γρήγορα γίνεται δεκτή.
«Πραγματικά δεν το πίστευα όταν με πήραν και μου ζήτησαν να περάσω από συνέντευξη. Όταν μου είπαν, δε, ότι με δέχονται, πέταξα από τη χαρά μου. Περίπου 1.000 δολάρια την εβδομάδα είναι ο μισθός μου. Αν δουλέψω Σαββατοκύριακα, το μεροκάματο είναι διπλό. Και εδώ όλοι είναι ευγενικοί. Κανένας δεν δημιουργεί φασαρίες και όλοι σου φέρονται με τον καλύτερο τρόπο. Νομίζω ότι έχω την καλύτερη δουλειά στον κόσμο!».