Υπέροχη η Λευκάδα, εκτός κι αν μπαίνει στη μέση ο παράγων «άνθρωπος κι επιχειρηματικότητα».
Φίλη του Ιοβόλου και φανατική αναγνώστρια της στήλης (όπως ισχυρίζεται όταν είμαι μπροστά) γύρισε από διακοπές στη Λευκάδα και μας έστειλε τη μικρή πικρή της εμπειρία, την οποία δημοσιεύω αυτούσια.
«Υπέροχη η Λευκάδα! Το χρώμα του νερού, το σχήμα φακής των βοτσάλων και το δέος των γκρεμνών σε κάνουν να πιστεύεις ότι τίποτα δεν μπορεί να ταράξει το αίσθημα που σου προκαλεί η παραλία, Πόρτο Κατσίκι. Εκτός κι αν μπαίνει στη μέση ο παράγων «άνθρωπος κι επιχειρηματικότητα».
Δεύτερη επίσκεψη στην παραλία, κι αποφασίσαμε να μην πληρώσουμε ξανά 8€ για ξαπλώστρες και να απλώσουμε τις πετσέτες μας στη φυσική σκιά που δημιουργεί μία από τις μικρές σπηλιές της. Διάβαζα τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα και τη στιγμή που ύστερα από παρακίνηση του συγγραφέα έβγαζα ένα συμπέρασμα για την ανθρώπινη εκμετάλλευση, εξαπάτηση κι απατεωνιά, μια φωνή με διέκοψε απλώς για να αποτελέσει ζωντανό παράδειγμα: «Αν μπορείτε πηγαίνετε λίγο πιο κει τις πετσέτες σας γιατί από εδώ περνάμε για να ακουμπάμε πράγματα». Αναγνώρισα την κυρία, από τη φωνή και σε δεύτερο στάδιο από το κίτρινο μπλουζάκι που υποχρεούνται να φορούν οι υπάλληλοι της εταιρείας που έχει τις ξαπλώστρες και το delivery στην παραλία.
Ο φίλος μου χωρίς να το πολύ-σκεφτεί σηκώθηκε για να μετακινήσει την πετσέτα. Εγώ, περισσότερο καχύποπτη, της είπα ότι δεν φαίνεται να ενοχλούμε κανέναν και τη ρώτησα αν έχει δικαίωμα να μας μετακινήσει. Μου απάντησε ότι το σημείο εκείνο της ανήκει, καθώς πληρώνει 18.000€ το δίμηνο στον Δήμο για τον πλειστηριασμό (την προηγούμενη μέρα, χωρίς να την ρωτήσουμε, απλώς βλέποντας την έκπληξή μας από την τιμή για τις ξαπλώστρες, μας είχε πει 15.000€). Συνέχισε, λέγοντας ότι της ανήκει η παραλία «από εδώ ως εκεί» καθώς και το μέρος και πίσω από εκεί που καθόμαστε, ουσιαστικά μέσα στην σπηλιά, δηλαδή, της οποίας την είσοδο απαγόρευε το πάσο, στο οποίο ακουμπούν τα φαγητά τους.
Μου φάνηκε παράξενο να ανήκουν σε κάποιον τα βότσαλα μιας τέτοιας παραλίας και φοβούμενη μην μου διαμηνύσουν ύστερα ότι ενοικιάζεται και η θέση στη θάλασσα, πήρα τηλέφωνο στο Δήμο, να διευκρινίσω του λόγου το αληθές. Ο εξυπηρετικός αρμόδιος του Δήμου Λευκάδας, με ενημέρωσε, χωρίς κανένα χρωματισμό στη φωνή του, ότι καταρχήν η εν λόγω εταιρεία πράγματι έχει κερδίσει τον πλειστηριασμό αλλά το ενοικιαστήριο δεν έχει ακόμα εκδοθεί και ως εκ τούτου οι ξαπλώστρες ενοικιάζονται παράνομα (προφανώς για αυτό και δεν έκοβαν αποδείξεις). Στη συνέχεια μου διευκρίνισε ότι και το ενοικιαστήριο να είχε εκδοθεί, η εταιρεία δεν έχει δικαιώματα επί κανενός σημείου της άμμου αλλά μόνο για κάποιες ξαπλώστρες και ομπρέλες. Το πάσο, δε, εντός της σπηλιάς ήταν εντελώς παράνομο.
Εκνευρισμένη από την ευκολία με την οποία η γυναίκα μου είπε ψέματα αλλά κρατώντας την ψυχραιμία μου για να μη χάσω το δίκιο μου, της εξήγησα ευγενικά ότι εν ολίγοις μου έλεγε αρλούμπες και επειδή μπορεί να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και καλή ώρα να πέσει σε κάποιον που δεν είναι τόσο εύπιστος ή σε κάποιον δημοσιογράφο, καλό θα είναι να μην το κάνει.
Θεωρώντας μάλλον ότι δεν έχω ήδη καταλάβει πόσο απαίδευτη είναι θέλησε να μου το αποδείξει, αρχίζοντας να φωνάζει ότι χαίρεται που είμαι δημοσιογράφος και με παρακίνησε να γράψω κάτι για αυτό έτσι ώστε να της κάνουμε διαφήμιση στο μαγαζί, που είναι το μοναδικό που κάνει delivery σε μια παραλία με τόσα σκαλιά! Θέλοντας να της δώσω μια ευκαιρία να καταλάβει τι λέει, της είπα ότι αυτός δεν είναι λόγος να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και τους κόκκους της άμμου εις βάρος των λουόμενων. Το επιχείρημά της περιλάμβανε κάτι περί μεροκάματου, οπότε κατάλαβα ότι δεν θα βγάλω άκρη και της ζήτησα απλώς αν μπορεί να μην φωνάζει. Μου είπε το κλασικό της συνομοταξίας της, «δεν φωνάζω, έτσι μιλάω» και της ζήτησα να μην μιλάει έτσι, επομένως.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ζητιάνος (απόσπασμα)
Ἀργότερα ἐπαράδωκε καὶ τὸν Μουτζούρη ὁ Γατσούλης στὸν Τζιριτόκωστα μὲ συμφερτικὸν ἐνοίκιο. Καί, ὄσῳ ἔπαιρνε τὸ ἐνοίκιό του ταχτικά, ὁ Μουτζούρης δὲν ἦταν πεπρωμένο ν” ἀλλάξῃ κύριο. Τόρα ὅμως ὁ παραγιὸς ὑπόφερε φριχτοὺς πόνους. O Χαλὴλ ἀγᾶς τὸν εἶχε χτυπήσει ἀλύπητα. Πρησμένο, καταμελανιασμένον ὅλο του τὸ πρόσωπο, δὲν ἔχει πλέον ἐξοχὴ εἴτε λάκκωμα, ἀλλ” ἔρχεται καὶ σμίγει μὲ τὸ ἐπίλοιπο κεφάλι, σὰν μιὰ μεγάλη καὶ ὁλοστρόγγυλη σφαίρα. Καὶ, σὰν παρασαρκίδα τῆς σφαίρας αὐτῆς, τὸ δεξὶ μάτι λευκοκόκκινο, θαμπὸ καὶ ἀκίνητο, προβάλλει μέσ” ἀπὸ τὰ πρησμένα ματόφυλλα, ἀτενῶς κοιτάζοντας καὶ φρίκη προξενῶντας μὲ τὴ νέκρα του. Στὰ ρουθούνια τοῦ ἀποκάτω καὶ τοῦ στομάτου τὶς γωνίες καὶ στ” αὐτιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἄφθονον ἔτρεξε προχθές, σταματισμένο τόρα, κακαριασμένο, δείχνει πορειὰ ἐπίφοβη πὼς ἀνοίχτηκε στὸν τροφοδότη τοῦ σώματος καὶ τῆς ζωῆς τὸν κυβερνήτη. Οἱ ἄγριες βουρδουλιὲς τοῦ ἀγᾶ ζώνουν τὸ μελαχροινὸ κορμί του μὲ ζωνάρια γαλαζόμαυρα καὶ φουσκαλιασμένα, ἕτοιμα νὰ πέσουν στὴ γάγγραινα, παρόμοια μὲ φίδι ἐπίβουλο, ποὺ ἐτύλιξε τὸ σῶμα καὶ περισφίγγει γιὰ νὰ τὸ παραδώσῃ ἀσφυχτικὸ στὸ θάνατο.
−Μά! Ὄρε μάννα!
−Τί βογγομαχᾷς ἔτσι, μωρέ!… ἐφώναξεν ἔξαφνα ὁ Τζιριτόκωστας ἀνοίγοντας τὰ μάτια. T” ἔχεις καὶ δὲ μ” ἄφηκες ὅλη νύχτα νὰ κλείσω μάτι, ἀναθεματισμένε!
−Ἄχ, δὲν μπορῶ, ἀφεντάκη! θὰ πεθάνω!… ἐψιθύρισε μόλις ὁ Μουτζούρης.
−Μωρὲ, τί λές; ἐρώτησε μὲ ράθυμη καὶ εἰρωνικὴ φωνὴ ὁ ζητιάνος. Μωρέ, δὲν πᾷς νὰ μοῦ χαθῇς, λέω, ποὺ πίστεψες πὼς μπορεῖς κι ἐμὲ νὰ κοροϊδέψῃς!… Ἄμ τότε ποὺ πήγαινες ἐσύ, ἐγὼ ἐρχόμουν, κακομοίρη!
−Ἄχ, ἀφεντάκη, πεθαίνω καὶ δὲν μὲ πιστεύεις, λέω! ἐξανάειπε μὲ παράπονο ὁ παραγιός.
−Μωρ” ἐσένα θὰ πιστέψω! δὲν πᾷς νὰ μοῦ χαθῇς, διαβολόσπαρμα…
−Ἄχ, τόσον παρᾶ ἔβγαλες ἀπὸ μένα καὶ τόρα μὲ βρίζεις; Τί μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἔκανα! Ποιὸν μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἀπάτησα γιὰ χατῆρι σου!
−Τί βογγομαχᾷς ἔτσι, μωρέ!… ἐφώναξεν ἔξαφνα ὁ Τζιριτόκωστας ἀνοίγοντας τὰ μάτια. T” ἔχεις καὶ δὲ μ” ἄφηκες ὅλη νύχτα νὰ κλείσω μάτι, ἀναθεματισμένε!
−Ἄχ, δὲν μπορῶ, ἀφεντάκη! θὰ πεθάνω!… ἐψιθύρισε μόλις ὁ Μουτζούρης.
−Μωρὲ, τί λές; ἐρώτησε μὲ ράθυμη καὶ εἰρωνικὴ φωνὴ ὁ ζητιάνος. Μωρέ, δὲν πᾷς νὰ μοῦ χαθῇς, λέω, ποὺ πίστεψες πὼς μπορεῖς κι ἐμὲ νὰ κοροϊδέψῃς!… Ἄμ τότε ποὺ πήγαινες ἐσύ, ἐγὼ ἐρχόμουν, κακομοίρη!
−Ἄχ, ἀφεντάκη, πεθαίνω καὶ δὲν μὲ πιστεύεις, λέω! ἐξανάειπε μὲ παράπονο ὁ παραγιός.
−Μωρ” ἐσένα θὰ πιστέψω! δὲν πᾷς νὰ μοῦ χαθῇς, διαβολόσπαρμα…
−Ἄχ, τόσον παρᾶ ἔβγαλες ἀπὸ μένα καὶ τόρα μὲ βρίζεις; Τί μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἔκανα! Ποιὸν μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἀπάτησα γιὰ χατῆρι σου!
Ἀλλ” ἀντὶ νὰ συγκινηθῇ, σκυλὶ ἔγινεν ὁ Τζιριτόκωστας ἀπὸ τὸν θυμό.
−Καὶ τί, μωρέ, κι ἄν ἔβγαλα παρᾶ! ἐφώναξεν ἀγαναχτισμένος. Μπὰς καὶ τὸν ἔβγαλα χάρισμα; Τὸ ξέρεις καλά• πεντακόσες δραμὲς ἔδωκα στὸν πατέρα σου γιὰ τὸ παλιοτόμαρό σου καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη… Δὲν σὲ τρέφω, μωρέ• δὲν σὲ ποτίζω; Ἄν ἔχῃς παράπονο, φωτιὰ θὰ ρίξῃ ὁ Θεὸς νὰ σὲ κάψῃ!… Ἤθελα νὰ πέσῃς σ” ἄλλα χέρια καὶ τότε νὰ σὲ καμαρώσω!… Ἀντί, κακομοίρη, νὰ βλογᾷς τὴν τύχη ποὺ σ” ἔρριξε στὰ δικά μου, κάθεσαι καὶ τσαμπουνᾷς ἀκόμη!… Ἔλα, σήκω νὰ βγοῦμε σήμερα νὰ μάσουμε κάνα λεφτό, νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἡμέρα.
O Τζιριτόκωστας ἐσηκώθηκεν ὁλόρθος, ἀνακλαδίσθηκε δυὸ−τρεῖς φορές, νὰ διώξῃ ἀποπάνω του τὴν κούραση καί, ψαχουλεύοντας στὸ ἀχυρόστρωμα, ἔσυρε τὸ μπαστοῦνι του. Ἔπειτα, καθίζοντας στὰ γόνατα καὶ στηρίζοντας δυνατὰ μὲ τὴ ράχη του τὴν πόρτα, ἀναποδογύρισε μὲ δύναμη τὸ μπαστοῦνι του κι ἐπάνω στὸ μαλακὸ χῶμα ἐχύθηκαν ἕνα μὲ τ” ἄλλο πολλὰ χρυσᾶ νομίσματα.
O Τζιριτόκωστας δὲν ἦταν πλέον ὁ μικρὸς καὶ ἀνυποψίαστος ζητιάνος τοῦ πρώτου ταξειδιοῦ, ποὺ τὸν ἔπαιξεν ὁ Κλουτσινιώτης σὰν ἀγράμματο. Τὸ πρῶτον ἐκεῖνο πάθημα τοῦ ἔγινε μάθημα. Δὲν ἐμπιστευόταν πλέον σὲ κανένα, οὔτε σ” αὐτὰ τὰ παιδιά του.»
Πηγή: www.in2life.gr agriniopress.gr