Του Λάκη Μαμαλούκα -απο την εφημερίδα 'ΛΕΥΚΑΣ'(αριθμ. φυλ. 587-3/6/2004).
Τα παλιά τα χρόνια στις γειτονιές της Λευκάδας όπως στις φημισμένες Άγια Κάρα και Πουλιού, στα στενά σοκάκια των οι αλητόπαιδες κοινώς κονσόλοι και για το εναργέστερο μουλαρία χάλαγαν κόσμο με τα διάφορα παιχνίδια των στους δρόμους όπως το κρυφτό, το στριφτό, ο μπρίτζολας κι άλλα που αναστάτωναν με τις φωνές των τους εκεί κατοίκους, μ' αποτέλεσμα να τους βρίζουν,
να τους διώχνουν και καμιά φορά να πέφτει ξύλο αν τους έπιαναν στα χέρια των και να έχομε γειτονοκαυγάδες με τις μανάδες των παιδιών. Πολλές φορές όμως οι κονσόλοι έκαναν και χοντρά πράγματα γι' αυτό άλλωστε και αποκαλούνταν μουλαρία. Ένα τέτοιο περιστατικό θα διηγηθώ σήμερα όπως το θυμάμαι από τα παλιά:
Ο Στρατής ήταν ο αρχηγός της μουλαροπαρέας στη συνοικία του Πουλιού και δεν ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. Σ' ένα ισόγειο σπίτι κατά τον μήνα Αύγουστο που οι ένοικοι κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα λόγω της ζέστης κι ήταν νεόνυμφοι, πρόσφατα ενοικιαστές του σπιτιού, ο Στρατής είχε εντοπίσει το νοικοκύρη πολλές φορές τα βράδια να θύει στην Αφροδίτη και τότε έβαζε το κεφάλι του στην άκρη από το περβάζι του παραθύρου και φώναζε δυνατά, «σπρώξε, σπρώξε», του νοικοκύρη, που από την τρομάρα του τον έπιανε ταχυκαρδία και πετάγονταν πάνω αλαφιασμένος αλλά ο Στρατής είχε φροντίσει να εξαφανισθεί. Κι όχι μόνο αυτό αλλά η γυναίκα του δεν ήθελε πια να συνεχίσει την εκτέλεση των συζυγικών τους καθηκόντων κι έμεινε όσες φορές συνέβη αυτό στα κρύα του λουτρού.
Ο Στρατής όμως από το παράθυρο δεν μπορούσε να δει καλά τι γινόταν μέσα στο δωμάτιο μεταξύ των συζύγων, πράγμα που πολύ το επιθυμούσε. Και τι σκέφτηκε.Μια φορά που είχε ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι εκεί κατά τα μεσάνυχτα όταν άκουε τους γνωστούς αναστεναγμούς από το ανοιχτό παράθυρο, σκαρφάλωσε αθόρυβα στη διπλανή κολώνα της ΔΕΗ κι έτσι είχε πανοραμική θέα, έβλεπε ένα γυμνό πισινό να λάμπει στο φεγγαρόφωτο και να κουνιέται σαν βουρλισμένος, δεν άντεξε το θέαμα κι αυθόρμημα του βγήκε η φωνή: Ε, ρε μάνα μου! Ο σύζυγος παράτησε τη σύζυγο και το κρεβάτι κι έτρεξε γυμνός κι αφηνιασμένος στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο αλλά δεν είδε τίποτα, ούτε άκουσε βήματα απομακρυσμένου κονσώλου, μπα θα μου φάνηκε είπε και συνέχισε την ερωτική του πανδαισία.
Ο Στρατής με το που σηκώθηκε ο σύζυγος κι έτρεξε στο παράθυρο είχε πλήρη θέα και εικόνα του γυμνού γυναικείου κορμιού που κοίτονταν στο κρεβάτι, αποχαυνώθηκε και κόντεψε να πέσει από την κολώνα και να γρεμοτσακιστεί. Με το που ο σύζυγος έπεσε πάνω της δεν είχε πλέον την προηγούμενη θέα των τροφαντών στηθών και λοιπών καμπυλών της γυναίκα στο τέλος δεν άντεξε και φώναξε: Κάνει στην μπάντα, ρεεεε! Μ' ένα σάλτο ο σύζυγος στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο άκρα ησυχία και σιωπή στα γύρω, αυτή τη φορά όμως ήταν βέβαιος ότι δεν είχε παραισθήσεις, άκουσε καθαρά τη γνωστή του από άλλες φορές αγριοφωνάρα του Στρατή και σάστισε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινότανε, ο Στρατής όμως αυτή την ώρα με γουρλωμένο μάτι απολάμβανε το θέαμα ως που η γυναίκα γύρισε μπρούμιτα και είπε στον άνδρα της να καθίσει φρόνιμα γιατί μπορεί να υπάρχουν φαντάσματα γύρω από το σπίτι και να ερεθίζονται όταν τους βλέπουν να κάνουν έρωτα! Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον ερωτιάρη σύζυγο, ούτε πίστευε τα περί φαντασμάτων κι άρχισε πάλι σιγά - σιγά να την χαϊδεύει και να την παρακαλεί να ανταποκριθεί στην ερωτική του επιθυμία. Αυτή αρνιόταν, όχι, όχι, όχι σε παρακαλώ, πολλές φορές γινόταν η στιχομυθία αυτή, ως που ο Στρατής δεν άντεξε και γκάριξε: Γύρνα μωρή, να σ' απαυτώσει! Κέρωσαν και οι δυο από την τρομάρα τους! Ήτανε βέβαιοι πλέον ότι υπήρχαν φαντάσματα στο σπίτι και δεν τους χωρούσε ο τόπος.
Η γυναίκα γύρισε ανήσυχη, στάθηκε ολόγυμνη και ήθελε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι, ο σύζυγος ντύθηκε στα γρήγορα και κατέβηκε στο δρόμο να φωνάξει τον παπά της ενορίας να έρθει να κάνει αγιασμό αλλά μόλις προχώρησε κάνα δυο στενά το σκέφθηκε καλύτερα το θέμα, μεσάνυχτα και πλέον να θέλει αγιασμό και τι να έλεγε στον παπά; άσε είπε θα πάω να τον κάνουμε το πρωί και γύρισε σπίτι του όπου βρήκε τη γυναίκα του κλεισμένη στην ντουλάπα να τρέμει από το φόβο της όλη αυτή την ώρα.
Ο Στρατής βρήκε την ευκαιρία να κατέβει από την κολώνα και να το σκάσει ωραία - ωραία αλλά Γαλλικά που λένε. Την άλλη μέρα το πρωί ο σύζυγος αντί να πάει στον παπά πήγε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού και του είπε ότι φεύγει από το σπίτι του γιατί... πλάκωσαν φαντάσματα. Πήγε να αρνηθεί ο ιδιοκτήτης αλλά ο άλλος του έβαλε τις φωνές, γυάλιζε το μάτι του κι ήταν έτοιμος να χειροδικήσει για να βγάλει το χτεσινό του άχτι, τον πέρασε ο ιδιοκτήτης για τρελό και του είπε να κάνει όπως νομίζει.
Και πριν έρθει η νύχτα και βγούνε πάλι τα... φαντάσματα, είχε μετακομίσει σ' άλλη γειτονιά όπου ο Στρατής εκεί πλέον δεν είχε... δικαιοδοσία.
Τα παλιά τα χρόνια στις γειτονιές της Λευκάδας όπως στις φημισμένες Άγια Κάρα και Πουλιού, στα στενά σοκάκια των οι αλητόπαιδες κοινώς κονσόλοι και για το εναργέστερο μουλαρία χάλαγαν κόσμο με τα διάφορα παιχνίδια των στους δρόμους όπως το κρυφτό, το στριφτό, ο μπρίτζολας κι άλλα που αναστάτωναν με τις φωνές των τους εκεί κατοίκους, μ' αποτέλεσμα να τους βρίζουν,
να τους διώχνουν και καμιά φορά να πέφτει ξύλο αν τους έπιαναν στα χέρια των και να έχομε γειτονοκαυγάδες με τις μανάδες των παιδιών. Πολλές φορές όμως οι κονσόλοι έκαναν και χοντρά πράγματα γι' αυτό άλλωστε και αποκαλούνταν μουλαρία. Ένα τέτοιο περιστατικό θα διηγηθώ σήμερα όπως το θυμάμαι από τα παλιά:
Ο Στρατής ήταν ο αρχηγός της μουλαροπαρέας στη συνοικία του Πουλιού και δεν ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. Σ' ένα ισόγειο σπίτι κατά τον μήνα Αύγουστο που οι ένοικοι κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα λόγω της ζέστης κι ήταν νεόνυμφοι, πρόσφατα ενοικιαστές του σπιτιού, ο Στρατής είχε εντοπίσει το νοικοκύρη πολλές φορές τα βράδια να θύει στην Αφροδίτη και τότε έβαζε το κεφάλι του στην άκρη από το περβάζι του παραθύρου και φώναζε δυνατά, «σπρώξε, σπρώξε», του νοικοκύρη, που από την τρομάρα του τον έπιανε ταχυκαρδία και πετάγονταν πάνω αλαφιασμένος αλλά ο Στρατής είχε φροντίσει να εξαφανισθεί. Κι όχι μόνο αυτό αλλά η γυναίκα του δεν ήθελε πια να συνεχίσει την εκτέλεση των συζυγικών τους καθηκόντων κι έμεινε όσες φορές συνέβη αυτό στα κρύα του λουτρού.
Ο Στρατής όμως από το παράθυρο δεν μπορούσε να δει καλά τι γινόταν μέσα στο δωμάτιο μεταξύ των συζύγων, πράγμα που πολύ το επιθυμούσε. Και τι σκέφτηκε.Μια φορά που είχε ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι εκεί κατά τα μεσάνυχτα όταν άκουε τους γνωστούς αναστεναγμούς από το ανοιχτό παράθυρο, σκαρφάλωσε αθόρυβα στη διπλανή κολώνα της ΔΕΗ κι έτσι είχε πανοραμική θέα, έβλεπε ένα γυμνό πισινό να λάμπει στο φεγγαρόφωτο και να κουνιέται σαν βουρλισμένος, δεν άντεξε το θέαμα κι αυθόρμημα του βγήκε η φωνή: Ε, ρε μάνα μου! Ο σύζυγος παράτησε τη σύζυγο και το κρεβάτι κι έτρεξε γυμνός κι αφηνιασμένος στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο αλλά δεν είδε τίποτα, ούτε άκουσε βήματα απομακρυσμένου κονσώλου, μπα θα μου φάνηκε είπε και συνέχισε την ερωτική του πανδαισία.
Ο Στρατής με το που σηκώθηκε ο σύζυγος κι έτρεξε στο παράθυρο είχε πλήρη θέα και εικόνα του γυμνού γυναικείου κορμιού που κοίτονταν στο κρεβάτι, αποχαυνώθηκε και κόντεψε να πέσει από την κολώνα και να γρεμοτσακιστεί. Με το που ο σύζυγος έπεσε πάνω της δεν είχε πλέον την προηγούμενη θέα των τροφαντών στηθών και λοιπών καμπυλών της γυναίκα στο τέλος δεν άντεξε και φώναξε: Κάνει στην μπάντα, ρεεεε! Μ' ένα σάλτο ο σύζυγος στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο άκρα ησυχία και σιωπή στα γύρω, αυτή τη φορά όμως ήταν βέβαιος ότι δεν είχε παραισθήσεις, άκουσε καθαρά τη γνωστή του από άλλες φορές αγριοφωνάρα του Στρατή και σάστισε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινότανε, ο Στρατής όμως αυτή την ώρα με γουρλωμένο μάτι απολάμβανε το θέαμα ως που η γυναίκα γύρισε μπρούμιτα και είπε στον άνδρα της να καθίσει φρόνιμα γιατί μπορεί να υπάρχουν φαντάσματα γύρω από το σπίτι και να ερεθίζονται όταν τους βλέπουν να κάνουν έρωτα! Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον ερωτιάρη σύζυγο, ούτε πίστευε τα περί φαντασμάτων κι άρχισε πάλι σιγά - σιγά να την χαϊδεύει και να την παρακαλεί να ανταποκριθεί στην ερωτική του επιθυμία. Αυτή αρνιόταν, όχι, όχι, όχι σε παρακαλώ, πολλές φορές γινόταν η στιχομυθία αυτή, ως που ο Στρατής δεν άντεξε και γκάριξε: Γύρνα μωρή, να σ' απαυτώσει! Κέρωσαν και οι δυο από την τρομάρα τους! Ήτανε βέβαιοι πλέον ότι υπήρχαν φαντάσματα στο σπίτι και δεν τους χωρούσε ο τόπος.
Η γυναίκα γύρισε ανήσυχη, στάθηκε ολόγυμνη και ήθελε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι, ο σύζυγος ντύθηκε στα γρήγορα και κατέβηκε στο δρόμο να φωνάξει τον παπά της ενορίας να έρθει να κάνει αγιασμό αλλά μόλις προχώρησε κάνα δυο στενά το σκέφθηκε καλύτερα το θέμα, μεσάνυχτα και πλέον να θέλει αγιασμό και τι να έλεγε στον παπά; άσε είπε θα πάω να τον κάνουμε το πρωί και γύρισε σπίτι του όπου βρήκε τη γυναίκα του κλεισμένη στην ντουλάπα να τρέμει από το φόβο της όλη αυτή την ώρα.
Ο Στρατής βρήκε την ευκαιρία να κατέβει από την κολώνα και να το σκάσει ωραία - ωραία αλλά Γαλλικά που λένε. Την άλλη μέρα το πρωί ο σύζυγος αντί να πάει στον παπά πήγε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού και του είπε ότι φεύγει από το σπίτι του γιατί... πλάκωσαν φαντάσματα. Πήγε να αρνηθεί ο ιδιοκτήτης αλλά ο άλλος του έβαλε τις φωνές, γυάλιζε το μάτι του κι ήταν έτοιμος να χειροδικήσει για να βγάλει το χτεσινό του άχτι, τον πέρασε ο ιδιοκτήτης για τρελό και του είπε να κάνει όπως νομίζει.
Και πριν έρθει η νύχτα και βγούνε πάλι τα... φαντάσματα, είχε μετακομίσει σ' άλλη γειτονιά όπου ο Στρατής εκεί πλέον δεν είχε... δικαιοδοσία.