Ήταν δεν ήταν στα ‘80. Με το µικρό µουστάκι και το παλιό Καντέτ. Με την παραδοσιακή τραγιάσκα και την αυτοπεποίθηση µιας υπερήφανης αλλά µατωµένης γενιάς. Το κηδειόσηµο στη γέρικη µονοκατοικία µε συγκλόνισε. Ζούσαµε πάνω από 15χρόνια δίπλα αλλά δενµιλήσαµε ποτέ.
Ούτε µια καληµέρα. Εγώ σε µια τεράστια πολυκατοικία µε τη µοναξιά και την τηλεόραση για χορηγούς και αυτός σε ένα χαµόσπιτο µε κληµαταριές και µπουκαµβίλιες. Στενοχωρήθηκα. Πικράθηκα στ’ αλήθεια. Η ζωή µας έχει περάσει πλέον στη διάσταση της αδιέξοδης ρουτίνας. Ξέρουµε ότι αντί για γράµµατα θα βρούµε λογαριασµούς. Φοβόµαστε τις ληστείες. Και όχι µόνον. «Τρέµουµε» τις αρρώστιες και τον θάνατο. Δεν έχουµε αντιστάσεις. Ούτε αντοχές. Η εθνική µας κατάθλιψη έχει σχέση µετο Μνηµόνιο, τις άγριες περικοπές σε µισθούς και συντάξεις, µε την ανεργία των παιδιών µας, µε τα ληγµένα «θέλω». Ζωή χωρίς προοπτική. Θυσίες χωρίς αντίκρυσµα σε ένα χρεοκοπηµένο πολιτικό σύστηµα. Οι επιθυµίες αντικαταστάθηκαν από τους εφιάλτες της καθηµερινότητας. Οµήρους µάς πήρανε τα χρόνια. Κοιµόµαστε και ξυπνάµε µε αδιέξοδα. Και προσποιούµαστε ότι ζούµε καλά για να µη µας σχολιάζει ο διπλανός. Ο φθόνος ριζωµένος στις ψυχές. Ο ένας βγάζει το µάτι του άλλου. Καλύτερα να ζούµε ένα όνειρο, γιατίαπό την αλήθεια και την πραγµατικότητα της καθηµερινής ζωής δεν µπορεί να γίνει πλέον κάποιος ευτυχισµένος. Και να πώς τελείωνα σε ένα σηµείωµα που έγραψα για τον ίδιο πριν από χρόνια, µε τίτλο: «Οταν ζεις για τη ζωή»: «Είµαι σίγουρος ότι ο συµπαθής συνταξιούχος της διπλανής µονοκατοικίας δεν έχει τέτοια προβλήµατα. Ξέρει να ζει ήρεµος, µε χαµόγελο, µε αξίες, µε αξιοπρέπεια, µε σεβασµό στο περιβάλλον. Ζει για τη ζωή. Αλλωστε, γι’ αυτό δεν ενδίδει στα εκατοµµύρια των µεγαλοεργολάβων για να γκρεµιστεί το σπίτι του. Γι’ αυτό είναι οάνθρωπος που όλοι ζηλεύουµε στην πολυκατοικία µας αλλά ποτέ δεν θα τον ακολουθήσουµε. Ποτέ δεν θα του µοιάσουµε». Καληνύχτα (για πάντα), αξέχαστε γείτονα.(" ΤΑ ΝΕΑ' 26-1-2011).
YΓ: Ο γείτονας έφυγε για το μεγάλο ταξίδι και άφησε μόνη της , την γυναίκα του, με συμπαθέστατη γριούλα για την οποία έγραψα τους παρακάτω στίχους(με τίτλο ‘ΑΠΕΝΑΝΤΙ’’):
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια είναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.