Του Θανάση Νικολαΐδη
ΔΕΝ
είναι απάτη, είναι…φυσιολογική ροή. Συμβαίνει στην Ελλάδα (και) του πολιτισμού,
όπου άλλοι «φαίνονται» κι άλλοι πληρώνουν. Μέσω του δημοσίου και ως
φορολογούμενοι. Για υπογραφές που έπεσαν χωρίς να μας ρωτήσουν. Για μιαν
εγγύηση του Κράτους πάνω και σε ωραίες ιδέες ιδιωτών, που θα είναι και οι
τελικοί αποδέκτες των θησαυρών ενός χρεοκοπημένου δημόσιου.
ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ
και πρωτεργάτης ο Χρ. Λαμπράκης, ξοπίσω του το «Συγκρότημα» και ο πολιτισμός
«στεγάστηκε» στο Μέγαρο. Μονομερής και εστιασμένος σε μιαν ελίτ που ενίοτε «δεν
γιγνώσκει ά αναγιγνώσκει». Μέγαρο ευρωπαϊκών προδιαγραφών και με την τελευταία
(1991) λέξη της τεχνικής. Στην Ελλάδα όπου «την πληρώσαμε» με Καλατράβες και θ’
άφηναν τους ξένους με το στόμα ανοιχτό. Με την «πτωχή πλην τιμία» Ψωροκώσταινα
που ήταν φτωχή χωρίς να το φαντάζεται. Σε χέρια πολιτικών που δεν λογοδοτούν,
δεν πληρώνουν τη ζημιά.
ΚΙ
έπεσε πάνω μας ο πολύς Πάνος (ο «κόκκινος») με ύφος πολλών καρδιναλίων και
μηδενικής πειθούς : «Πλήρωσε, αν θέλεις να παραμείνει το Μέγαρο ανοιχτό». Χωρίς
να ξεκινάει απ’ τους «κάποιους», χωρίς να μας αποκαλύπτει υπογραφές και ονόματα
που μας «υποθήκευσαν». Να πληρώσουμε, χωρίς ο ίδιος να παραιτείται. Το ξέρουν
και το ξέρουμε πως η διέξοδος στα αδιέξοδά τους είναι ο φορολογούμενος. Ακόμα
και για τις ανεξερεύνητες μίζες, που τις άρπαξαν με το τσουβάλι και
επιστρέφονται(;) στάγδην.
ΣΤΗΝ
Ελλάδα, όπου οι «300» καθαρίζουν για πάρτη τους μη πληρώσουν διόδια. Εδώ, όπου
το χρήμα φαγώθηκε σαν τα στραγάλια κι είναι δυσεύρετο χωρίς δανεικά. Όπου
μαντράχαλοι και κίναιδοι βωμολοχούν στα πρωινάδικα της αμορφωσιάς. Και ποιος
απόμεινε να τον εμπιστευθούμε, που η εξουσία παραμένει εργαλείο για την άλωση
του Κράτους με εκποίηση της περιουσίας του; Το καταλαμβάνουν «ιδεολόγοι» με τη
στρατιά τους Χωρίς να βάζουν το χέρι στη τσέπη. Ούτε ως άτομα της (δι)αρπαγής,
ούτε σαν κόμματα της χορηγίας, λες και χρωστάμε σε κομματάρχες και
αφισοκολλητές.
ΤΟ
(λεγόμενο) Κράτος, λοιπόν, αναλαμβάνει τα 230 εκ. του δανείου. Οι κουμανταδόροι
του αποσύρονται στη σκιά. Κι εμείς; Ταλαίπωροι και «υποθηκευμένοι», παραμένουμε
καλοπληρωτές ενός…πολιτισμού χωμένου σε αρώματα και τουαλέτες.