Του Θανάση
Νικολαΐδη
ΚΑΘΑΡΙΣΑΝ
τις…καθαρίστριες! Οι «άλλοι» (κι άλλες) παραμένουν στη θέση τους. Είναι οι
«κοντινοί», τα στελέχη, οι «κάποιοι». Με τον προστάτη του έκαστος/εκάστη και με
τη σιγουριά του. Το κόμμα καθάρισε, με την «ιδεολογία» του εκπεφρασμένη σε
διορισμούς. Και δεν είναι μόνο κυβερνητικοί οι «δράστες». Αν ήταν, θα’ χαν οι
αντιφρονούντες ξεσηκωθεί, θα’ χαν κάνει την επανάστασή τους. Για τους
βολεμένους σε γραφεία, αγκαλιά με την παραεξουσία.
ΜΙΛΑΜΕ για
τους μόνιμους, σίγουρους και εφησυχασμένους «στρατιώτες» στη στρατιά των
εργαζομένων και «εργαζομένων» σε υπουργεία. Για χρυσοπληρωμένους συμβούλους
υπουργών και μετακλητούς που δεν έχουν λόγο να μοστράρουν τη φάτσα τους στο
γυαλί» ως διαμαρτυρόμενοι, ούτε να κατέβουν στο δρόμο με πανό, κραυγές
και…καταλήψεις.
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ
απ’ τις καθαρίστριες οι «μεν», κραυγάζουν οι «δε» κι όλοι τους αποστρέφουν το
βλέμμα απ’ την πηγή. Έναν, για δείγμα, αν είχαν στη λίστα της διαθεσιμότητας
π.χ. απ’ τους «εργαζόμενους» της βουλής, θα’ χαν αυτοί το άλλοθί τους κι εμείς
την αίσθηση πως είναι δίκαιοι και αντικειμενικοί. Ωστόσο, μέσα στο κοινοβούλιο
στεγάζεται η αποθέωση της ρουσφετολογίας. Με ρουσφετολόγους και
ευνοουμένους…υπερκομματικούς, μιας και όλα τα κόμματα διόρισαν με την ψυχή
τους. (Κάτι ακούστηκε πως το ΚΚΕ δεν διόρισε, ωστόσο, δεν διαμαρτύρεται, δεν
ξεσπαθώνει).
ΑΝ
δρασκελίσεις το κατώφλι Υπουργείου και βρεθείς στον προθάλαμο με τον Υπουργό σε
σύσκεψη, βλέπεις δεκάδες «εργαζόμενους/ες», σε ιδανικές συνθήκες «πιέσεως και
θερμοκρασίας». Ανακλητούς που δεν θα ανακληθούν ποτέ. Συγγενείς βουλευτών που
κουβαλήθηκαν στο γραφείο τους, με νόμο βολικό και στοχευόμενα.
ΔΕΝ είναι
που οι παραπάνω υπεράριθμοι και ράθυμοι τρέφονται δημοσία δαπάνη. Είναι η σιγουριά
στη σκιά των προστατών τους, σε «σύστημα» αναλλοίωτο και ανθεκτικό. Το’ φτιαξαν
μαστόρια για πάρτη τους. Το συντηρούν για τα παιδιά τους. Για να κυκλοφορούν οι
«κάποιοι» (διάβαζε Λιάπης) με πλαστές πινακίδες.
ΜΗ,
λοιπόν, περιμένεις άδικα πως οι στρατιές θα λιγοστέψουν. Μην ελπίζεις πως θα
βγουν οι χρυσοκάνθαροι στο δρόμο, αγκαλιά με τις καθαρίστριες. Περίμενε τις
«εύκολες» στο δρόμο και τις «δύσκολες» σκυμμένες σε ένα κομπιούτερ. Χωρίς το
άγχος της μετακίνησης και την αγωνία της απόλυσης.