ΣΠΥΡΙΔΩΝ Χ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ*
ΠΟΝΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου και την προέλαση των κεμαλικών στρατευμάτων μέχρι την Προποντίδα και τα Στενά, ένα μεγάλο μέρος του ποντιακού πληθυσμού είχε καταφύγει στα παράλια της Τραπεζούντας, της Τρίπολης, των Κοτυώρων, της Οινόης και της Κερασούντας, με σκοπό να
επιβιβασθεί σε πλοία και να φύγει για την Ελλάδα, διαδικασία που άρχισε το Νοέμβριο του 1922 και συνεχίστηκε με έντονο ρυθμό μέχρι τον επόμενο Μάρτιο. Ο υπόλοιπος προσφυγικός πληθυσμός του Πόντου ήρθε στην Ελλάδα με τη διαδικασία της ανταλλαγής.
Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων κατέφυγε στην Κέρκυρα με τη μορφή των ομαδικών αποστολών. Οι αποστολές αυτές άρχισαν το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου του 1922 και συνεχίστηκαν με έντονο ρυθμό για τρεις μήνες, χωρίς να παύσουν και στη συνέχεια, αφού πρόσφυγες απεστάλησαν στην Κέρκυρα μέχρι και τον Οκτώβριο του 1924.
Πόντιοι πρόσφυγες αποβιβάζονται για πρώτη φορά στην Κέρκυρα, στις 20 Ιανουαρίου του 1923. Άλλη καταγεγραμμένη ομαδική αποστολή είναι αυτή του Αυγούστου του 1923 και αφορούσε την προσφυγή στην Κέρκυρα 355 ατόμων τα οποία αποβιβάστηκαν κοντά στο Υγειονομείο, στο σημερινό Παλαιό Λιμάνι της Κέρκυρας. Πόντιοι απεστάλησαν ομαδικά μέσα στο 1923 και στους Παξούς. Επρόκειτο για 40 περίπου άτομα. Πρόσφυγες από την περιοχή αυτή ήρθαν στην Κέρκυρα και μεμονωμένα, ο αριθμός τους όμως, όπως και των άλλων προσφύγων, ήταν πολύ μικρός και η κύρια αιτία που τους έφερνε σε αυτήν ήταν η ανεύρεση - συνένωση με τους οικείους τους.
Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που κατέφυγαν στην Κέρκυρα ανέρχεται το λιγότερο σε 30.000 από τους οποίους οι 1.500 περίπου προέρχονταν από τον Πόντο.
Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Κέρκυρα δεν παρέμειναν στην πλειονότητά τους σ’ αυτήν. Η αναμενόμενη αυτή εξέλιξη δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί, αφού κάθε άλλο παρά συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις μίας μόνιμης εγκατάστασης, ενώ ακόμη και η προσωρινή ήταν προβληματική, γεγονός γνωστό και αποδεκτό από την κεντρική εξουσία, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Η αποστολή υπεράριθμων προσφύγων, αποτέλεσμα των αδυναμιών, του αδιεξόδου και της εν τέλει σύγχυσης των ασχολουμένων με την κατανομή τους υπηρεσιών, δεν αποτελεί παρά την απαρχή μίας νέας προσπάθειας, αυτή τη φορά, για μετεγκατάσταση.
Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων αναχωρεί από την Κέρκυρα ομαδικά, όπως εξάλλου είχε αφιχθεί σε αυτήν. Στο νησί υπάρχουν ομάδες προσφύγων με κοινό τόπο προέλευσης, οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους, ιδιαίτερα το πρώτο χρονικό διάστημα μετά την άφιξή τους στην Κέρκυρα, με αποτέλεσμα η απόφαση για αναχώρηση, απόρροια της εμφανούς έλλειψης των προϋποθέσεων μίας αξιοπρεπούς οριστικής εγκατάστασης, να είναι μάλλον συλλογική παρά ατομική επιλογή. Ομοίως και οι Πόντιοι πρόσφυγες αναχωρούν ομαδικά. Οι καταγεγραμμένες αναχωρήσεις τους αφορούν την αποστολή 700 Ποντίων στην Καβάλα, στις αρχές Μαΐου του 1923, κατόπιν εντολής του Υπουργείου Υγιεινής και την αποστολή 355 Ποντίων στην Δράμα, στα μέσα Αυγούστου του 1923.
Πόντιοι όμως αναχώρησαν ομαδικά από την Κέρκυρα και με άλλες αποστολές μαζί με πρόσφυγες άλλων περιοχών, όταν το κριτήριο των ομαδικών αποστολών δεν ήταν ο κοινός τόπος καταγωγής, όπως στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, αλλά κάποια χαρακτηριστικά των υπό μετακίνηση ομάδων, όπως η επαγγελματική τους δραστηριότητα. Οι μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνταν σε περιοχές οι οποίες είχαν προεπιλεγεί από την κεντρική εξουσία είτε κατόπιν επιθυμίας των προσφύγων είτε όχι.
Για τη διαπίστωση της υγιεινής κατάστασης των αναχωρούντων προσφύγων, ορίζονται ιατροί για εκτέλεση υπηρεσίας στο πλοίο. Όμως δε λείπει και η περίπτωση όπου ο έλεγχος της υγιεινής κατάστασης των υπό αναχώρηση προσφύγων γίνεται σε λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για το λοιμοκαθαρτήριο του Γουβίνου όπου, τον Απρίλιο του 1923, στάλθηκαν για «κάθαρση» Πόντιοι πρόσφυγες πριν τη μετακίνησή τους στην Καβάλα. Ας σημειωθεί εδώ ότι αρχικά οι Πόντιοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή της Νομαρχίας Κέρκυρας για μετάβασή τους στο λοιμοκαθαρτήριο, άρνηση όμως που κράτησε μόνο δύο ημέρες, οπότε «επείσθησαν» να δεχθούν τη δοκιμασία αυτή, πιθανότατα όχι από τα προβαλλόμενα από τη Νομαρχία επιχειρήματα, αλλά γιατί αυτή αποτελούσε προϋπόθεση της μετακίνησής τους, μετακίνηση την οποία διακαώς επιθυμούσαν, με σκοπό την αναζήτηση καλύτερης τύχης, αφού στην Κέρκυρα οι συνθήκες εγκατάστασης κάθε άλλο παρά ήταν ικανοποιητικές
Αναχωρήσεις Ποντίων προσφύγων έγιναν και μεμονωμένες και αφορούσαν από ένα άτομο μέχρι οικογένειες με μεγάλο αριθμό μελών. Οι μεμονωμένες αυτές μετακινήσεις απαγορεύονται τα πρώτα χρόνια και πραγματοποιούνται μόνο κατόπιν άδειας των αρχών, με προφανή σκοπό τον έλεγχο κατανομής των προσφύγων. Όμως, παρά την ύπαρξη του σχετικού μηχανισμού ελέγχου, πολλοί ήταν οι πρόσφυγες οι οποίοι αναχώρησαν από την Κέρκυρα.
Οι Πόντιοι πρόσφυγες οι οποίοι ήρθαν στην Κέρκυρα στις 20 Ιανουαρίου εγκαταστάθηκαν στη νησίδα Βίδο κοντά στο Λιμάνι της Κέρκυρας. Το Βίδο χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εγκατάστασης, αλλά και καραντίνας των προσφύγων. Εκεί, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1922. Τότε ζητείται από το Φρούραρχο Κέρκυρας η ενίσχυση της φρουράς, με σκοπό τη διαφύλαξη του υλικού που βρίσκεται στις αποθήκες του δημοσίου. Πρόσφυγες όμως εξακολουθούν και μετέπειτα να είναι εγκατεστημένοι στο νησί και στεγασμένοι στα εκεί κτήρια. Πόντιοι πρόσφυγες οι οποίοι έφυγαν από το Βίδο, αλλά και άλλοι οι οποίοι εντωμεταξύ ήρθαν στην Κέρκυρα εγκαθίστανται σε επιταγμένες κατοικίες και αποθήκες, κυρίως όμως στο Παλαιό Φρούριο το οποίο δέχτηκε χιλιάδες προσφύγων. Εκεί έμειναν, μαζί με πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, μέχρι το 1930, όταν δόθηκαν οι κατοικίες στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Κέρκυρας. Στους συνοικισμούς αυτούς, οι οποίοι είχαν συνολικά 157 κατοικίες, εγκαταστάθηκαν 12 οικογένειες από τον Πόντο (6 από την Κερασούντα, δύο από τη Τραπεζούντα και την Τρίπολη και μία από τη Σαμψούντα και την Πουλαντζάκη). Οικογένειες Ποντίων εγκαταστάθηκαν βέβαια και εκτός προσφυγικών συνοικισμών, αφού οι κατοικίες οι οποίες κατασκευάστηκαν κάλυψαν τμήμα μόνο των αναγκών στέγασης των προσφύγων.
Η Κέρκυρα δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει κάποιο σημαντικό ποσοστό από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης που κατέφυγαν σε αυτή. Η έλλειψη δυνατότητας επαγγελματικής αποκατάστασης ήταν ο κυριότερος από τους λόγους οι οποίοι ανάγκασαν τους πρόσφυγες και φυσικά και τους Ποντίους να φύγουν από αυτήν, αναζητώντας κάποιο καταλληλότερο μέρος για οριστική εγκατάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
* Ο Σπυρίδων Χ. Μουρατίδης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.